Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλοπραγμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,<br />the [[disposition]] to do [[great]] things, [[magnificence]], Plut. [from μεγᾰλοπράγμων]
|mdlsjtxt=μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,<br />the [[disposition]] to do [[great]] things, [[magnificence]], Plut. [from μεγᾰλοπράγμων]
}}
{{trml
|trtx====[[magnificence]]===
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]], [[μεγαλοπρέπεια]]; Ancient Greek: [[ἀγλαΐα]], [[ἀγλαΐη]], [[διαπρέπεια]], [[δόξα]], [[δόξις]], [[λαμπρότης]], [[μεγαλειότης]], [[μεγαλοεργία]], [[μεγαλομοιρία]], [[μεγαλοπραγμοσύνη]], [[μεγαλοπρέπεια]], [[μεγαλοπρεπείη]], [[μεγαλοψυχία]], [[παράστασις]], [[περιφάνεια]], [[σεμνότης]], [[τὸ διαπρεπές]], [[τὸ σεμνόν]], [[ὑπερφύεια]], [[φιλοτίμημα]] Latin: [[magnificentia]]; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: [[magnificência]]; Spanish: [[magnificencia]]
}}
}}

Revision as of 09:54, 25 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπραγμοσύνη Medium diacritics: μεγαλοπραγμοσύνη Low diacritics: μεγαλοπραγμοσύνη Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: megalopragmosýnē Transliteration B: megalopragmosynē Transliteration C: megalopragmosyni Beta Code: megalopragmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, disposition to do great things, magnificence, Plu.Alc.6, etc.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
penchant à faire de grandes choses.
Étymologie: μεγαλοπράγμων.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: (ῠ) ἡ склонность к свершению великих дел Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν διάθεσις, μεγαλοπρέπεια, Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλοπραγμοσύνη) μεγαλοπράγμων
νεοελλ.
1. η ενασχόληση με μεγάλα, με σπουδαία έργα
2. η επιδίωξη μεγάλων πραγμάτων
αρχ.
η διάθεση για μεγάλα έργα.

Greek Monotonic

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, η διάθεση να κάνει κάποιος σπουδαία πράγματα, μεγαλοπρέπεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,
the disposition to do great things, magnificence, Plut. [from μεγᾰλοπράγμων]

Translations