ταραχώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tarachodis
|Transliteration C=tarachodis
|Beta Code=taraxw/dhs
|Beta Code=taraxw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[given to troubling]], [[disturbing]], τὸ θεῖον . . ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες <span class="bibl">Hdt.1.32</span>; τύχαι <span class="bibl">Isoc.4.48</span>; [[ἐλπίδες]], [[ἔρωτες]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>116</span>, Phld.<span class="title">Mus.</span>p.82 K.; <b class="b3">ἴχνη τ</b>. [[uncertain]], [[baffling]], <span class="bibl">X. <span class="title">Cyn.</span>5.4</span>; <b class="b3">τ. ἡ κρίσις, ἡ σκέψις</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1268b11</span>, <span class="bibl">1337a40</span>; πράξεις <span class="bibl">Isoc.12.74</span>; φάρμακον <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>2.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of political [[agitators]], <span class="bibl">D.H.6.70</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[troubled]], [[disordered]], <b class="b3">κοιλίη τ</b>. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Coac.</span> 10</span>; βίος <span class="bibl">Ph.2.223</span> (Sup.); [[confused]], μεταβολαί <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>361b34</span>; ἀπόρροιαι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>74</span>; [[φύσις]], [[κινήσεις]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>42</span>,<span class="bibl">46</span> G. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of an army, etc., τ. ναυμαχία <span class="bibl">Th.1.49</span>; στράτευμα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.26</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oec.</span>8.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> of the mind, [[disordered]], [[delirious]], <b class="b3">γνῶμαι τ</b>. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span> 302</span>; τ. ἄγρυπνοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Prorrh.</span>1.4</span> ( = [[τ. καὶ ἄ]]., where τ. = [[slightly disordered mentally]], acc. to Gal.16.513). </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[turbid]], of a liquid, <span class="bibl">Alex.Trall.<span class="title">Febr.</span>2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Adv. <b class="b3">-δῶς, τ. ζῆν</b> live [[in a state of confusion]], <span class="bibl">Isoc.5.52</span>; <b class="b3">τ. ἔχειν πρός τινας</b> to be [[rebelliously]] disposed, <span class="bibl">D. <span class="title">Ep.</span>3.10</span>; <b class="b3">τ. ὑπειληφέναι περί τινος</b> to have [[confused]] notions, <span class="bibl">Isoc. 12.15</span>: Sup., -έστατα διακεῖσθαι <span class="bibl">Id.7.43</span>, <span class="bibl">8.9</span>.</span>
|Definition=ες,<br><span class="bld">A</span> [[given to troubling]], [[disturbing]], τὸ θεῖον . . ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες Hdt.1.32; τύχαι Isoc.4.48; [[ἐλπίδες]], [[ἔρωτες]], Epicur.''Fr.''116, Phld.''Mus.''p.82 K.; <b class="b3">ἴχνη τ</b>. [[uncertain]], [[baffling]], X. ''Cyn.''5.4; ταραχώδης [[κρίσις]], ταραχώδης [[σκέψις]], Arist.''Pol.''1268b11, 1337a40; πράξεις Isoc.12.74; φάρμακον Luc.''DMar.''2.2.<br><span class="bld">2</span> of [[political]] [[agitator]]s, D.H.6.70.<br><span class="bld">II</span> [[troubled]], [[disordered]], <b class="b3">κοιλίη ταραχώδης</b> Hp.''Epid.''1.2, ''Coac.'' 10; βίος Ph.2.223 (Sup.); [[confused]], μεταβολαί Arist.''Mete.''361b34; ἀπόρροιαι Thphr.''Sens.''74; [[φύσις]], [[κινήσεις]], Epicur.''Nat.''42,46 G.<br><span class="bld">2</span> of an army, etc., ταραχώδης [[ναυμαχία]] Th.1.49; ταραχώδες [[στράτευμα]] X.''Cyr.''3.3.26, ''Oec.''8.4.<br><span class="bld">3</span> of the mind, [[disordered]], [[delirious]], <b class="b3">γνῶμαι τ</b>. Hp.''Coac.'' 302; ταραχώδεις [[ἄγρυπνος|ἄγρυπνοι]] Id.''Prorrh.''1.4 ( = ταραχώδεις καὶ ἄγρυπνοι, where ταραχώδεις = [[slightly disordered mentally]], acc. to Gal.16.513).<br><span class="bld">4</span> [[turbid]], of a [[liquid]], Alex.Trall.''Febr.''2.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[ταραχωδῶς]], [[ταραχωδῶς ζῆν]] = [[live in a state of confusion]], Isoc.5.52; [[ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινας]] to [[be rebelliously disposed]], D. ''Ep.''3.10; [[ταραχωδῶς ὑπειληφέναι περί τινος]] to [[have confused notions]], Isoc. 12.15: Sup., ταραχωδέστατα διακεῖσθαι Id.7.43, 8.9.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:55, 1 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρᾰχώδης Medium diacritics: ταραχώδης Low diacritics: ταραχώδης Capitals: ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ
Transliteration A: tarachṓdēs Transliteration B: tarachōdēs Transliteration C: tarachodis Beta Code: taraxw/dhs

English (LSJ)

ες,
A given to troubling, disturbing, τὸ θεῖον . . ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες Hdt.1.32; τύχαι Isoc.4.48; ἐλπίδες, ἔρωτες, Epicur.Fr.116, Phld.Mus.p.82 K.; ἴχνη τ. uncertain, baffling, X. Cyn.5.4; ταραχώδης ἡ κρίσις, ταραχώδης ἡ σκέψις, Arist.Pol.1268b11, 1337a40; πράξεις Isoc.12.74; φάρμακον Luc.DMar.2.2.
2 of political agitators, D.H.6.70.
II troubled, disordered, κοιλίη ταραχώδης Hp.Epid.1.2, Coac. 10; βίος Ph.2.223 (Sup.); confused, μεταβολαί Arist.Mete.361b34; ἀπόρροιαι Thphr.Sens.74; φύσις, κινήσεις, Epicur.Nat.42,46 G.
2 of an army, etc., ταραχώδης ναυμαχία Th.1.49; ταραχώδες στράτευμα X.Cyr.3.3.26, Oec.8.4.
3 of the mind, disordered, delirious, γνῶμαι τ. Hp.Coac. 302; ταραχώδεις ἄγρυπνοι Id.Prorrh.1.4 ( = ταραχώδεις καὶ ἄγρυπνοι, where ταραχώδεις = slightly disordered mentally, acc. to Gal.16.513).
4 turbid, of a liquid, Alex.Trall.Febr.2.
III Adv. ταραχωδῶς, ταραχωδῶς ζῆν = live in a state of confusion, Isoc.5.52; ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινας to be rebelliously disposed, D. Ep.3.10; ταραχωδῶς ὑπειληφέναι περί τινος to have confused notions, Isoc. 12.15: Sup., ταραχωδέστατα διακεῖσθαι Id.7.43, 8.9.

German (Pape)

[Seite 1070] ες, von unruhiger od. unordentlicher Art, mit Unruhe verbunden, in heftiger Gemüthsbewegung, zornig; Xen. Cyr. 3, 3, 26; τὸ θεῖον ταραχῶδες, Her. 1, 32, Unruhe, Schrecken hervorbringend; τύχη, Isocr. 4, 48; φάρμακον ταραχωδέστατον, Luc. D. Mar. 2, 2; Xen. setzt Cyn. 5, 4 ἴχνη ταραχώδη den εὐθέα gegenüber; verwirrt, ναυμαχία, Thuc. 1, 49; στράτευμα, Xen. Cyr. 3, 3, 26; – κοιλία ταραχώδης, der Durchfall, Medic.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 troublé;
2 qui trouble, qui bouleverse.
Étymologie: τάραχος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / ταραχώδης, -ῶδες, ΝΑ ταραχή
γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδηςταραχώδης διάλογος»)
αρχ.
1. α) (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να προκαλεί ταραχές, ταραχοποιόςταραχώδης και στασιαστής άνήρ», Διον. Αλ.)
β) (για πράγμ.) αυτός που ταράζει, που προξενεί φόβο ή ανησυχία («ταραχώδεις ἐλπίδες», Επίκ.)
2. συγκεχυμένος, αβέβαιος
3. (για τον νου) αυτός που βρίσκεται σε σύγχυση
4. (για την κοιλιά) αυτός που υποφέρει από διάρροια
5. (για υγρό) θολός.
επίρρ...
ταραχωδώς / ταραχωδῶς ΝΜΑ
με ταραχώδη τρόπο, σε κατάσταση ταραχής, σύγχυσης
αρχ.
φρ. α) «ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινας» — το να είναι κανείς διατεθειμένος εχθρικά προς κάποιον (Πλούτ., Νικόλ. Δαμ.)
β) «ταραχωδῶς ὑπειληφέναι περί τινος» — έχω συγκεχυμένη γνώμη για κάτι (Ισοκρ.).

Greek Monotonic

τᾰρᾰχώδης: -ες (εἶδος
I. βίαιος, θυελλώδης, πολυτάραχος, σε Ηρόδ.· ἴχνη ταραχώδη, αβέβαια, συγκεχυμένα, σε Ξεν.
II. 1. διαταραγμένος, βρισκόμενος σε σύγχυση, σε Αριστ.
2. λέγεται για τον στρατό, σε Θουκ., Ξεν.
III. επίρρ., ταραχωδῶς ζῆν, ζεις σε κατάσταση ταραχής και σύγχυσης, σε Ισοκρ.· ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινα = διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, σε Δημ.· υπερθ. ταραχωδέστατα, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρᾰχώδης:
1 вносящий смятение, создающий замешательство (τὸ θεῖον Her.);
2 сбивающий с ног, пьянящий (φάρμακον Luc.);
3 непостоянный, капризный (τύχη Isocr.; μεταβολαί Arst.);
4 запутанный (ἴχνη Xen.);
5 сбивчивый (ἡ κρίσις Arst.);
6 беспорядочный (ναυμαχία Thuc.).

Middle Liddell

τᾰρᾰχ-ώδης, ες εἶδος
I. troublous, turbulent, Hdt.; ἴχνη τ. uncertain, baffling, Xen.
II. troubled, disordered, Arist.
2. of an army, Thuc., Xen.
III. adv., ταραχωδῶς ζῆν to live in a state of confusion, Isocr.; τ. ἔχειν πρός τινα to be rebelliously disposed, Dem.; Sup. -έστατα Isocr.

English (Woodhouse)

boisterous, disordered, disorderly, restless, turbulent, full of confusion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)