Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαθάμιγξ: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιγγος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> (για στερεό) [[κάθε]] διασκορπισμένο [[μόριο]], [[κόκκος]], [[σπυρί]] («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κηλίδα]], [[στίγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στροφάλ</i>-<i>ιγξ</i>) από αμάρτυρο αρχικό τ. <i>ῥαθ</i>-[[αμός]] ([[πρβλ]]. [[οὐλαμός]]) απ' όπου και το ρ. [[ῥαθαμίζω]]. Ο τ. όμως που παραδίδει ο Ησύχιος «[[ῥαθμίζεσθαι]]- <i>ῥαίνεσθαι</i>» οδηγεί πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. <i>ῥαθμός</i> ο [[οποίος]] θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. [[ῥαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαθμός]]: [[βαίνω]]). Ο Ησύχιος [[επίσης]] παραδίδει τους τ.: [[ῥαθαίνω]] (σχηματισμένος πιθ. [[κατά]] το [[ῥαίνω]]) και [[ῥαθάσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[σταλάσσω]]: [[στάζω]])].
|mltxt=-ιγγος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> (για στερεό) [[κάθε]] διασκορπισμένο [[μόριο]], [[κόκκος]], [[σπυρί]] («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κηλίδα]], [[στίγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε -<i>ιγξ</i> ([[πρβλ]]. [[στροφάλιγξ]]) από αμάρτυρο αρχικό τ. <i>ῥαθ</i>-[[αμός]] ([[πρβλ]]. [[οὐλαμός]]) απ' όπου και το ρ. [[ῥαθαμίζω]]. Ο τ. όμως που παραδίδει ο Ησύχιος «[[ῥαθμίζεσθαι]]- <i>ῥαίνεσθαι</i>» οδηγεί πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. <i>ῥαθμός</i> ο [[οποίος]] θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. [[ῥαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαθμός]]: [[βαίνω]]). Ο Ησύχιος [[επίσης]] παραδίδει τους τ.: [[ῥαθαίνω]] (σχηματισμένος πιθ. [[κατά]] το [[ῥαίνω]]) και [[ῥαθάσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[σταλάσσω]]: [[στάζω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:01, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰθάμιγξ Medium diacritics: ῥαθάμιγξ Low diacritics: ραθάμιγξ Capitals: ΡΑΘΑΜΙΓΞ
Transliteration A: rhatháminx Transliteration B: rhathaminx Transliteration C: rathamigks Beta Code: r(aqa/migc

English (LSJ)

[θᾰ], ιγγος, ἡ, A drop, Il.11.536, Hes.Th.183, Pi.Pae.7.9, Zos.Alch.p.175 B. II of solids, grain, bit, κονίης ῥαθάμιγγες Il.23.502. III spot, speckle, Opp.C.2.559,3.299.

German (Pape)

[Seite 832] ιγγος, ἡ (ῥαίνω, ῥαθαμίζω), der Tropfen, Il. 11, 536. 20, 501; Hes. Th. 183; – auch von trocknen Dingen, jeder kleine abgerissene Theil, Körnchen, Stäubchen, κονίης ῥαθάμιγγες, Il. 23, 502; Christod. ecphr. 110 heißt es von der Erinna Πιερικῆς ῥαθάμιγγας ἀποσταλάουσα μελίσσης.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
1 goutte d'eau;
2 grain de poussière qui vole.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰθάμιγξ: ιγγος (θᾰ) ἡ
1 капля (sc. αἵματος Hom.);
2 пылинка, частица (κονίης ῥαθάμιγγες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰθάμιγξ: [θᾰ], -ιγγος, ἡ, σταγών, ῥανίς, Ἰλ. Λ. 536, Υ. 501, Ἡσ. Θεογ. 183. ΙΙ. ἐπὶ στερεῶν, κόκκος, κονίης ῥαθάμιγγες Ἰλ. Ψ. 502. ― πρβλ. ῥανίς. ― Καθ. Ἡσύχ.: «ῥαθάμιγγες· ῥανίδες, σταγόνες. καὶ ἀπὸ τῶν ἵππων κονιορτός».

English (Slater)

ῥαθάμιγξ drop χέων ῥαθά[μιγ]γα (supp. Vitelli) (Pae. 7.9)

Greek Monolingual

-ιγγος, ἡ, Α
1. σταγόνα, σταλαγματιά
2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.)
3. κηλίδα, στίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε -ιγξ (πρβλ. στροφάλιγξ) από αμάρτυρο αρχικό τ. ῥαθ-αμός (πρβλ. οὐλαμός) απ' όπου και το ρ. ῥαθαμίζω. Ο τ. όμως που παραδίδει ο Ησύχιος «ῥαθμίζεσθαι- ῥαίνεσθαι» οδηγεί πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. ῥαθμός ο οποίος θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. ῥαίνω (πρβλ. βαθμός: βαίνω). Ο Ησύχιος επίσης παραδίδει τους τ.: ῥαθαίνω (σχηματισμένος πιθ. κατά το ῥαίνω) και ῥαθάσσω (πρβλ. σταλάσσω: στάζω)].

Greek Monotonic

ῥᾰθάμιγξ: [θᾰ], -ιγγος, ἡ,
I. σταγόνα, ρανίδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
II. λέγεται για στερεά σώματα, κόκκος, τεμάχιο, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

-ιγγος
Grammatical information: f., most pl.
Meaning: drop (Λ 536 = Υ 501, Hes., Pi.); also dust particle (κονίης ῥ. Ψ 502), spot (Opp.).
Derivatives: ῥαθαμίζω to besprinkle (Opp., Nonn.; like σάλπιγξ : -πίζω). By-forms ῥαθμίζεσθαι ῥαίνεσθαι; ῥαθαί-νεται ῥαίνεται, βρέχεται H.; ῥαθασσόμενοι ῥαινόμενοι H., Phot.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular formation in -ιγξ like λάϊγγες, στροφάλιγξ, πύλιγγες (s.v.) a.o. (Chantraine Form. 398ff., Schwyzer 498); further analysis unknown. As basis could have functioned a noun *ῥαθαμός (οὑλαμός, ποταμός a.o.); beside it apparently *ῥαθμός in ῥαθμίζεσθαι (prob. through syncope, a is often found in Pre-Greek). As βαθμός : βαίνω also *ῥαθμός : ῥαίνω? Through crosses or enlargements ῥα-θαίνω (: ῥαίνω), ῥαθάσσω (: σταλάσσω). Further s. ῥαίνω. -- Diff. Bechtel Lex. s.v. (to ῥώθωνες nostrils). -- Clearly a Pre-Greek word (not in Furnée).

Middle Liddell

ῥᾰθᾰ́μιγξ, ιγγος,
I. a drop, Il., Hes.
II. of solids, a grain, bit, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ῥαθάμιγξ: -ιγγος
{rhathámigks}
Grammar: f., meist pl.,
Meaning: Tropfen (Λ 536 = Υ 501, Hes., Pi.); auch Staubkörnchen (κονίης ῥ. Ψ 502), Fleckchen (Opp.).
Derivative: Davon ῥαθαμίζω besprengen (Opp., Nonn.; wie σάλπιγξ : -πίζω). Nebenformen ῥαθμίζεσθαι· ῥαίνεσθαι; ῥαθαίνεται· ῥαίνεται, βρέχεται H.; ῥαθασσόμενοι· ῥαινόμενοι H., Phot.
Etymology : Volkstümliche Bildung auf -ιγξ wie λάϊγγες, στροφάλιγξ, πύλιγγες (s.d.) u.a. (Chantraine Form. 398ff., Schwyzer 498); weitere Analyse unsicher. Als Grundwort kommt zunächst ein Nomen *ῥαθαμός (οὐλαμός, ποταμός u.a.) in Frage; daneben anscheinend *ῥαθμός in ῥαθμίζεσθαι. Wie βαθμός : βαίνω auch *ῥαθμός : ῥαίνω? Durch Kreuzungen od. Erweiterungen ῥαθαίνω (: ῥαίνω), ῥαθάσσω (: σταλάσσω). Weiteres s. ῥαίνω. —Anders Bechtel Lex. s.v. (zu ῥώθωνες Nasenlöcher).
Page 2,638-639