φλόμος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " :" to ":") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ὁ, Wollkraut, Kerzenkraut, verbascum; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, [[φλόνος]], [[πλόμος]] geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit [[φλόξ]], [[φλογμός]] zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ὁ, [[Wollkraut]], [[Kerzenkraut]], [[verbascum]]; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, [[φλόνος]], [[πλόμος]] geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit [[φλόξ]], [[φλογμός]] zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:56, 20 May 2023
English (LSJ)
ἡ (ὁ Dsc.1.28),
A mullein, Verbascum sinuatum, Cratin.325 (lyr.), Eup.14.5 (anap.), Thphr.HP9.12.3, Dsc.4.103 (who distinguishes four kinds, incl. φλόμος ἀγρία sage of Jerusalem, Phlomis fruticosa); φλόμος ὁ στενόφυλλος, distinguished from φλόμος Ἰδαῖος (= ἑλένιον), Dsc.1.28; cf. πλόμος.
2 φλόμος Ἰονδαία = ὀξυλάπαθον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.2.114.
German (Pape)
[Seite 1293] ὁ, Wollkraut, Kerzenkraut, verbascum; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, φλόνος, πλόμος geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit φλόξ, φλογμός zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115.
Greek (Liddell-Scott)
φλόμος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. verbascum, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1, 5· ὡσαύτως φλομίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 104· καὶ πλόμος, ἴδε ἐν λέξ.· ἀλλὰ φλόνος (Διοσκ. 4. 104), φλῶμος (Ζωναρ.) φαίνονται ἁπλαῖ παραφθοραί. ― Ὑπῆρχον δὲ πολλὰ εἴδη γνωστὰ τοῖς παλαιοῖς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 3, Διοσκ. 1. 27., 4. 104, Γαλην., κλπ.· τὰ παχέα καὶ ἐριώδη φύλλα αὐτοῦ ἐχρησίμευον ὡς θρυαλλίδες λύχνων, ὅθεν εἶδός τι ἐκαλεῖτο φλομὶς λυχνῖτις ἢ θρυαλλίς, Διοσκ. 4. 104· ἡ ἀγρία φλόμος (Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτέρω) κατὰ τὸν Sibthorp νῦν ὀνομάζεται σφάκα ἢ γαδαροσφάκα καὶ φλόμος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α
κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών του γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών του γένους φλομίς και ιδίως του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού επίσης ως γαϊδουροασφάκα
2. ναρκωτική ουσία που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά
μσν.
«φλόμος Ἰουδαία» — το φυτό όξυλάπαθον (Ψ Διοσκ.)
αρχ.
«φλόμος Ἰδαῖος» — το φυτό ελένιο (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. διαφόρων φυτών, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια στην Ελληνική, όπως υποδεικνύει και η ποικιλία τών μορφών με τις οποίες απαντά. Η αναγωγή της λ. στην ΙΕ ρίζα bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. φαλλός, φλέω, φλύω) δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. σφλόμος με προθετικό σ-, πρβλ. σκόνη: κόνις.
Frisk Etymology German
φλόμος: (Kratin. in lyr., Eup. in anap., Thphr., Dsk.),
{phlómos}
Forms: auch φλόνος (Ps.-Dsk.; Dissim. φμ > φν? Schwyzer 494 u. 830), πλόμος (Arist.)
Grammar: m.
Meaning: Königskerze, Verbascum sinuatum (vgl. Dawkins JHSt. 56, 2 u. 4)
Composita: mit ἱππόφλομος (ἱππο- vergrößernd) Tollkraut, Atropa belladonna (Plin.);
Derivative: φλομίς f. Phlomis samia (Dsk.), φλονῖτις f. = ὄνοσμα, ὀνῖτις (Dsk., Ps.-Dsk.), φλομώδης πόα H. als Erklärung von αἰθιοπίς, πλομίζω ‘mit πλ. vergiften’ (Arist.).
Etymology: Unerklärt; kann sehr wohl LW sein. Nach Persson Beitr. 2, 799 zu bhel- schwellen (s. φαλλός).
Page 2,1029