πρεσβευτής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=presveftis
|Transliteration C=presveftis
|Beta Code=presbeuth/s
|Beta Code=presbeuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ambassador]], IG12.22.27, <span class="bibl">Th.5.4</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>941a</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>933.31</span> (ii A. D.), etc.: pl. [[πρεσβευταί]] is at first less freq., later more freq., than πρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν <span class="bibl">And.3.41</span>, cf. <span class="bibl">Th.8.77</span> (interpol.), <span class="title">IG</span>22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), <span class="bibl">Alciphr.2.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[agent]] or [[commissioner]], ὑπέρ τινος <span class="bibl">D.45.64</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = Lat. [[legatus]], [[staff officer]], etc., <span class="bibl">Plb.35.4.5</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>7</span>, etc.; <b class="b3">π. καὶ ἀντιστράτηγος</b>, = [[legatus pro praetore]], IG 14.1121, etc.</span>
|Definition=οῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[ambassador]], IG12.22.27, Th.5.4, Pl.''Lg.''941a, ''POxy.''933.31 (ii A. D.), etc.: pl. [[πρεσβευταί]] is at first less freq., later more freq., than πρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν And.3.41, cf. Th.8.77 (interpol.), ''IG''22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), Alciphr.2.2.<br><span class="bld">II</span> [[agent]] or [[commissioner]], ὑπέρ τινος D.45.64.<br><span class="bld">2</span> = Lat. [[legatus]], [[staff officer]], etc., Plb.35.4.5, Plu.''Mar.''7, etc.; πρεσβευτὴς καὶ [[ἀντιστράτηγος]] = [[legatus pro praetore]], IG 14.1121, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρεσβευτής -οῦ, ὁ [πρεσβεύω] [[gezant]].
|elnltext=πρεσβευτής -οῦ, ὁ [πρεσβεύω] [[gezant]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 07:54, 21 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβευτής Medium diacritics: πρεσβευτής Low diacritics: πρεσβευτής Capitals: ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: presbeutḗs Transliteration B: presbeutēs Transliteration C: presveftis Beta Code: presbeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,
A ambassador, IG12.22.27, Th.5.4, Pl.Lg.941a, POxy.933.31 (ii A. D.), etc.: pl. πρεσβευταί is at first less freq., later more freq., than πρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν And.3.41, cf. Th.8.77 (interpol.), IG22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), Alciphr.2.2.
II agent or commissioner, ὑπέρ τινος D.45.64.
2 = Lat. legatus, staff officer, etc., Plb.35.4.5, Plu.Mar.7, etc.; πρεσβευτὴς καὶ ἀντιστράτηγος = legatus pro praetore, IG 14.1121, etc.

German (Pape)

[Seite 698] ὁ, im plur. gew. οἱ πρέσβεις (s. unt. πρέσβυς), Gesandter; Thuc. 5, 4. 8, 5; Dem. u. Folgde; doch auch im plur. οἱ πρεσβευταί, Thuc. 8, 77.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
envoyé, député, ambassadeur.
Étymologie: πρεσβεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβευτής -οῦ, ὁ [πρεσβεύω] gezant.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβευτής: οῦ ὁ
1 посол Thuc.;
2 представитель, агент Dem.;
3 (лат. legatus) (римский) легат Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβευτής: -οῦ, ὁ (πρεσβεύω) ὡς καὶ νῦν, ἀπεσταλμένος πόλεως ἢ βασιλέως, Θουκ. 5. 4, Πλάτ., κλπ.· ὁ συνήθης πληθ. εἶναι πρέσβεις (ἴδε πρέσβυς ΙΙ), ἂν καὶ ἀπαντᾷ καὶ πρεσβευταὶ οἷον ἐν Θουκ. 8. 77, Ἀνδοκ. 28. 36· πρεσβευτὰς Ἀλκίφρων 2. 2· ― θηλ. πρεσβεύτειρα, ἡ, ἀπεσταλμένη, Ὀππ. Κ. 1. 464· πρβλ. πρεῖγυς. ΙΙ. πράκτωρ ἢ ἐπίτροπός τινος, ὑπέρ τούτου πρεσβευτὴς δηλ. Φορμίωνος τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 1121. 1. 2) = τῷ λατ. legatus, ὕπαρχος, ἀντιστράτηγος, Πολύβ. 35. 4, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 353. 32., 1076, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α
πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να μεταφέρει μηνύματα, ο πρέσβης
αρχ.
1. πράκτορας ή επίτροπος
2. μεσίτης
3. στρατιωτικός αξιωματούχος, ύπαρχος, αντιστράτηγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβεύω (για τους διαλεκτικούς τ. βλ. πρέσβυς)].

Greek Monotonic

πρεσβευτής: -οῦ, ὁ (πρεσβεύω),
I. πρέσβης, πρεσβευτής, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. πράκτορας ή επίτροπος, σε Δημ.

Middle Liddell

πρεσβευτής, οῦ, ὁ, πρεσβεύω
I. an ambassador, Thuc., Plat., etc.
II. an agent or commissioner, Dem.

Chinese

原文音譯:presbÚthj 普雷士畢帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:年長的
字義溯源:老年人,一個老人,(有)年紀的;源自(πρεσβύτερος)=長老);而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)。比較: (γῆρας)=年老,老年
出現次數:總共(3);路(1);多(1);門(1)
譯字彙編
1) 年紀的(1) 門1:9;
2) 老年人(1) 多2:2;
3) 一個老人(1) 路1:18

English (Woodhouse)

ambassador, envoy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)