μηνιαῖος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miniaios | |Transliteration C=miniaios | ||
|Beta Code=mhniai=os | |Beta Code=mhniai=os | ||
|Definition=α, ον (ος, ον Antyll. ap. | |Definition=α, ον (ος, ον Antyll. ap. Orib.9.3.1),<br><span class="bld">A</span> [[monthly]], ἀπόκρυψις ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.29.5; περίοδος Str.3.5.8, Gal.7.500; φορά ''IG''22.1368.46; διαγραφή ''PRyl.''2.206 (b) (iii A.D.); <b class="b3">τὰ μ.</b> the [[menses]] of women, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''5.18.2, Ph.2.305; μ. κάθαρσις Alex.Aphr.''Pr.''2.57.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὧραι μ.</b> 'seasons' (quarters) [[of the month]], Antyll.l.c.<br><span class="bld">II</span> [[a month old]], [[LXX]] ''Nu.''3.15, al.; μ. ὕδωρ Hp.''Mul.''2.188.<br><span class="bld">III</span> [[a month long]], νύξ Ant.Diog.9; χρόνος Gem.1.8, cf. Cleom.1.7; [[παραλλαγή]], [[παράλλαγμα]], Gem.8.22,19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
α, ον (ος, ον Antyll. ap. Orib.9.3.1),
A monthly, ἀπόκρυψις Placit.2.29.5; περίοδος Str.3.5.8, Gal.7.500; φορά IG22.1368.46; διαγραφή PRyl.2.206 (b) (iii A.D.); τὰ μ. the menses of women, Placit.5.18.2, Ph.2.305; μ. κάθαρσις Alex.Aphr.Pr.2.57.
2 ὧραι μ. 'seasons' (quarters) of the month, Antyll.l.c.
II a month old, LXX Nu.3.15, al.; μ. ὕδωρ Hp.Mul.2.188.
III a month long, νύξ Ant.Diog.9; χρόνος Gem.1.8, cf. Cleom.1.7; παραλλαγή, παράλλαγμα, Gem.8.22,19.
German (Pape)
[Seite 174] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui dure un mois.
Étymologie: μήν².
Russian (Dvoretsky)
μηνιαῖος: длящийся один месяц (ἐνιαυτός Plut.; μηνιαῖ᾽ ἄχη Aesch. - v.l. μηνίσασ᾽ ἄχη).
Greek (Liddell-Scott)
μηνιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων, ἀστροειδῆ περίοδον, τὴν μὲν ἡμερήσιον…, τὴν δὲ μηνιαίαν, τὴν δὲ ἐνιαυσιαίαν συμπαθῶς τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· ― τὰ μηνιαῖα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, Πλούτ. 2. 907F· μηνιαία κάθαρσις Ἀλέξ. Ἀφρ., κτλ.· ― ὁ Δινδ. προτείνει μηνιαῖ’ ἄχη (ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων μηνεῖται ἄκη) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 266, πρβλ. Χο. 585. ΙΙ. ὁ ἔχων ἡλικίαν ἑνὸς μηνός, πᾶν ἀρσενικὸν ἀπὸ μηνιαίου καὶ ἐπάνω Ἑβδ. (Ἀριθ. Γϳ, 15, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μηνιαῖος, -α, -ον, Α θηλ. και μηνιαῖος) μήν
1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.)
2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία άδεια»)
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηνιαίο(ν)
μισθός που δίνεται κάθε μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηνιαία
τα μηναία
νεοελλ.
φρ. «μηνιαίος ρυθμός»
βιολ. ένας από τους βιολογικούς ρυθμούς, ο οποίος διαρκεί κατά μέσο όρο 29,5 μέρες
αρχ.
1. το τεταρτημόριο του μήνα
2. αυτός που έχει ηλικία ενός μήνα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιαῖα
τα έμμηνα τών γυναικών.
επίρρ...
μηνιαίως και -ιαία
(ΑΜ μηνιαίως) κάθε μήνα.
Greek Monotonic
μηνιαῖος: -α, -ον, αυτός που συμβαίνει ανά μήνα, σε Στράβ.
Middle Liddell
μηνιαῖος, η, ον
monthly, Strab.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μήν, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.