ἀρτίστομος: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | Nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artistomos | |Transliteration C=artistomos | ||
|Beta Code=a)rti/stomos | |Beta Code=a)rti/stomos | ||
|Definition= | |Definition=ἀρτίστομον,<br><span class="bld">A</span> [[speaking in good idiom]], or [[speaking with precision]], Plu.''Cor.''38, Suid. Adv. [[ἀρτιστόμως]] Poll.6.150.<br><span class="bld">II</span> [[with a good mouth]] or [[with a good opening]], κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀρτίστομα βέλεα</b> [[evenly tipped]] [[arrow]]s, i.e. [[not sharp]] or [[not jagged]] (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.''VC''11; so ἀρτίστομος [[ξοΐς]] = [[plain]] [[chisel]] (not [[toothed]]), ''IG''7.3073.148 (Lebad.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀρτίστομον,
A speaking in good idiom, or speaking with precision, Plu.Cor.38, Suid. Adv. ἀρτιστόμως Poll.6.150.
II with a good mouth or with a good opening, κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6.
III ἀρτίστομα βέλεα evenly tipped arrows, i.e. not sharp or not jagged (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.VC11; so ἀρτίστομος ξοΐς = plain chisel (not toothed), IG7.3073.148 (Lebad.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. de recta pronunciación, a quien no se le traba la lengua Plu.Cor.38, Ael.Fr.315, cf. Dionysius (?) en Sud.
2 náut. de buena boca o entrada λιμήν Str.17.1.6, κόλπος Str.5.4.5.
3 de punta o filo limpio e.d. sin hendiduras o sin mellas βέλεα Hp.VC 11, cf. Gal.19.86.
II adv. ἀρτιστόμως = con correcta pronunciación Poll.6.150.
German (Pape)
[Seite 362] 1) deutlich, fertig redend, Plut. Coriol. 38. – 2) mit guter Mündung, κόλπος Strab. 5, 4, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prononce bien, qui articule nettement.
Étymologie: ἄρτι, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίστομος: хорошо изъясняющийся, ясный (διάλεκτος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίστομος: -ον, ὁμιλῶν εἰς καλὸν ἰδίωμα ἢ μετὰ σαφηνείας ἤτοι ὀρθῶς, ἀκριβῶς, Πλουτ. Κορ. 38· «σαφὴς καὶ ὁ ἡδὺ φθεγγόμενος· οὕτω Διονύσιος» Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -μως Πολυδ. Ϛ΄, 150. ΙΙ. ὁ ἔχων καλὸν στόμιον, εἴσοδον, κόλπος ἀγχιβαθὴς καὶ ἀρτίστομος Στράβ. 244· ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ ἀμφίστομος. ΙΙΙ. ἐν Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 903, ἐπὶ βελῶν λεγόμενον φαίνεται νὰ σημαίνῃ βέλος ἄνευ ὀξείας αἰχμῆς, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀμβλείας, τῶν βελέων ῥήγνυσι μάλιστα τὸ ὀστέον... τὰ στρογγύλα τε καὶ τὰ περιφερέα καὶ ἀρτίστομα (κατὰ τὸν Γαληνὸν ἀρτίστομα πανταχόθεν ὁμαλά), Γλωσσ. Γαλην. 442.
Greek Monolingual
ἀρτίστομος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια
2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα
3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)].
Greek Monotonic
ἀρτίστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλά σε καλό ιδίωμα ή με ακρίβεια, με σαφήνεια, σε Πλούτ.