προεισφέρω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proeisfero
|Transliteration C=proeisfero
|Beta Code=proeisfe/rw
|Beta Code=proeisfe/rw
|Definition=fut. <b class="b3">-οίσω</b> and ''1'' aor. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -ήνεγκα <span class="bibl">D.50.8</span>:—[[advance money to pay the]] εἰσθορά [[for others]], <span class="bibl">Id.42.25</span>, <span class="bibl">50.8</span>; generally, [[advance money to the State]], <span class="title">SIG</span> 344.115 (Teos, iv B.C.); ἀργύριον ἄτοκον π. <span class="title">IG</span>11(4).1055.11 (Delos, iii B.C.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[introduce]] a law [[before]], in Pass., <span class="bibl">Poll.5.166</span>, <span class="bibl">Lib. <span class="title">Decl.</span>39.3</span>:—Med., [[introduce before]] (in writing), [[ὄνομα]] Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 321</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[confer previously]], χάριν τῇ πόλει <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>22.27</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Or.</span>12.37</span>.</span>
|Definition=fut. -οίσω and ''1'' aor.<br><span class="bld">A</span> -ήνεγκα D.50.8:—[[advance money to pay the]] εἰσθορά [[for others]], Id.42.25, 50.8; generally, [[advance money to the State]], ''SIG'' 344.115 (Teos, iv B.C.); ἀργύριον ἄτοκον π. ''IG''11(4).1055.11 (Delos, iii B.C.), etc.<br><span class="bld">2</span> [[introduce]] a law [[before]], in Pass., Poll.5.166, Lib. ''Decl.''39.3:—Med., [[introduce before]] (in writing), [[ὄνομα]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 321.<br><span class="bld">3</span> [[confer previously]], χάριν τῇ πόλει Lib.''Decl.''22.27, cf. ''Or.''12.37.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-εισφέρω vooruitbetalen.
|elnltext=προ-εισφέρω vooruitbetalen.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[προπληρώνω]], [[προκαταβάλλω]] την [[εισφορά]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπληρώνω]] χρήματα στην [[πολιτεία]] («[[ἀργύριον]] ἄτοκον προεισφέρειν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] νόμο εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> [[απονέμω]], [[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρειν [[χάριν]] τῇ πάλει»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[εισάγω]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρεσθαι [[ὄνομα]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσφέρω]] «[[καταβάλλω]] χρήματα, [[εισάγω]], [[προτείνω]]»].
|mltxt=ΝΑ<br />[[προπληρώνω]], [[προκαταβάλλω]] την [[εισφορά]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπληρώνω]] χρήματα στην [[πολιτεία]] («[[ἀργύριον]] ἄτοκον προεισφέρειν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] νόμο εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> [[απονέμω]], [[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρειν [[χάριν]] τῇ πάλει»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[εισάγω]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρεσθαι [[ὄνομα]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσφέρω]] «[[καταβάλλω]] χρήματα, [[εισάγω]], [[προτείνω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεισφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. βʹ <i>-ήνεγκον</i>· [[παρέχω]] χρήματα για την [[πληρωμή]] της <i>εἰσφορᾶς</i> για άλλους, σε Δημ.
|lsmtext='''προεισφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. βʹ <i>-ήνεγκον</i>· [[παρέχω]] χρήματα για την [[πληρωμή]] της <i>εἰσφορᾶς</i> για άλλους, σε Δημ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισφέρω Medium diacritics: προεισφέρω Low diacritics: προεισφέρω Capitals: ΠΡΟΕΙΣΦΕΡΩ
Transliteration A: proeisphérō Transliteration B: proeispherō Transliteration C: proeisfero Beta Code: proeisfe/rw

English (LSJ)

fut. -οίσω and 1 aor.
A -ήνεγκα D.50.8:—advance money to pay the εἰσθορά for others, Id.42.25, 50.8; generally, advance money to the State, SIG 344.115 (Teos, iv B.C.); ἀργύριον ἄτοκον π. IG11(4).1055.11 (Delos, iii B.C.), etc.
2 introduce a law before, in Pass., Poll.5.166, Lib. Decl.39.3:—Med., introduce before (in writing), ὄνομα Sch.Ar.Ach. 321.
3 confer previously, χάριν τῇ πόλει Lib.Decl.22.27, cf. Or.12.37.

German (Pape)

[Seite 718] (s. φέρω), vorher hineintragen, zuerst abtragen, z. B. seine Abgaben, bes. die Kriegssteuer, εἰσφορά, vorschießen, Dem. 21, 153 u. öfter; 14, 26 hat Bekker εἰσενεγκεῖν dafür geschrieben.

French (Bailly abrégé)

faire l'avance d'une somme pour les impôts de qqn.
Étymologie: πρό, εἰσφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εισφέρω vooruitbetalen.

Russian (Dvoretsky)

προεισφέρω: (fut. προεισοίσω, aor. προεισήνεγκα) вносить первым (sc. εἰσφοράς Dem.): π. ὑπὲρ ἑαυτοῦ Dem. раньше платить собственные налоги.

Greek Monolingual

ΝΑ
προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι
αρχ.
1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτείαἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.)
2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων
3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει»)
4. μέσ. εισάγω προηγουμένως («προεισφέρεσθαι ὄνομα», Σχόλ. Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰσφέρω «καταβάλλω χρήματα, εισάγω, προτείνω»].

Greek Monotonic

προεισφέρω: μέλ. -οίσω, αόρ. βʹ -ήνεγκον· παρέχω χρήματα για την πληρωμή της εἰσφορᾶς για άλλους, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προεισφέρω: εἰσφέρῳ πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 322, in Med. 2) παρέχω χρήματα, πληρώνω τὴν εἰσφορὰν ὑπέρ τινος, Δημ. 1046. 24· ὑπὲρ ἑαυτοῦ ὁ αὐτ. 1208. 25· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2140a 2, 2423b. 3) εἰσάγω πρότερον, νόμον Πολυδ. Ε΄, 166.

Middle Liddell

fut. -οίσω aor2 -ήνεγκον
to advance money to pay the εἰσφορά for others, Dem.