φθαρτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fthartikos
|Transliteration C=fthartikos
|Beta Code=fqartiko/s
|Beta Code=fqartiko/s
|Definition=ή, όν, [[destructive]], c. gen., <b class="b3">φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία</b> one of another, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>192a21</span>; ἡ κακία φ. ἀρχῆς <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1140b19</span>; πόλεως φ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1281a20</span>: abs., <span class="bibl">Id.<span class="title">Po.</span>1452b11</span>; opp. [[ποιητικός]], [[γενητικός]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>114b17</span>, <span class="bibl">124a25</span>; ζῷα οὐ φ. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.11</span>; φ. φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; [[φάρμακα]] [[deadly]] poisons, Dsc.3.45; <b class="b3">ἐμβρύων φ</b>., [[varia lectio|v.l.]] for [[φθόριος]], Id.2 166, cf. 1.105; φ. δύναμις Gal.11.764. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>153b32</span>.
|Definition=φθαρτική, φθαρτικόν, [[destructive]], c. gen., <b class="b3">φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία</b> one of another, Arist.''Ph.''192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.''EN''1140b19; πόλεως φ. Id.''Pol.''1281a20: abs., Id.''Po.''1452b11; opp. [[ποιητικός]], [[γενητικός]], Id.''Top.''114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.''Abst.''1.11; φ. φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; [[φάρμακα]] [[deadly]] poisons, Dsc.3.45; <b class="b3">ἐμβρύων φ.</b>, [[varia lectio|v.l.]] for [[φθόριος]], Id.2 166, cf. 1.105; φ. δύναμις Gal.11.764. Adv. [[φθαρτικῶς]] Arist.''Top.''153b32.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθαρτικός Medium diacritics: φθαρτικός Low diacritics: φθαρτικός Capitals: ΦΘΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phthartikós Transliteration B: phthartikos Transliteration C: fthartikos Beta Code: fqartiko/s

English (LSJ)

φθαρτική, φθαρτικόν, destructive, c. gen., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία one of another, Arist.Ph.192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.EN1140b19; πόλεως φ. Id.Pol.1281a20: abs., Id.Po.1452b11; opp. ποιητικός, γενητικός, Id.Top.114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.Abst.1.11; φ. φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; φάρμακα deadly poisons, Dsc.3.45; ἐμβρύων φ., v.l. for φθόριος, Id.2 166, cf. 1.105; φ. δύναμις Gal.11.764. Adv. φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.

German (Pape)

[Seite 1270] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; μανία ἕξις φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ κακία φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à corrompre ou à détruire, gén..
Étymologie: φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

φθαρτικός: разрушающий, уничтожающий, гибельный (φαρμακεῖαι Plut.): φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία Arst. противоположности уничтожают друг друга.

Greek (Liddell-Scott)

φθαρτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ γεννητικός, ποιητικός, μετὰ γεν., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ κακία φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7. 3, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθαρτικός, -ή, -όν, ΝΑ
βλαβερός, ολέθριος
νεοελλ.
ιατρ. φθαρτογενής.
επίρρ...
φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν
με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -τικός).

Greek Monotonic

φθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός σε, τινος, σε Αριστ.

Middle Liddell

φθαρτικός, ή, όν
destructive of, τινος Arist.