ἡμερινός: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imerinos | |Transliteration C=imerinos | ||
|Beta Code=h(merino/s | |Beta Code=h(merino/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡμερινή, ἡμερινόν,<br><span class="bld">A</span> [[of day]], φῶς [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 508c; [[by day]], opp. νυκτερινός, πυρετός Hp.''Epid.''1.5; <b class="b3">ἄγγελος ἡ.</b> [[day]]-messenger, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.6.18; cf. ἡμεροδρόμος; ἡ. θεωρίαι Plb.9.14.6; βοηλάται ''PLond.''3.1177.153 (ii A.D.).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ. σῖτα</b>, in Ar.''Pax'' 163 (anap.), is expl. by Sch., [[θνητά]], [[ἐπίγεια]] ([[varia lectio|v.l.]] [[ἡμερίων]]) <b class="b3">; ἰχθύς ἡ.</b> is dub. in Ephipp.5.2 (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡμερινή, ἡμερινόν,
A of day, φῶς Pl.R. 508c; by day, opp. νυκτερινός, πυρετός Hp.Epid.1.5; ἄγγελος ἡ. day-messenger, X.Cyr.8.6.18; cf. ἡμεροδρόμος; ἡ. θεωρίαι Plb.9.14.6; βοηλάται PLond.3.1177.153 (ii A.D.).
II ἡ. σῖτα, in Ar.Pax 163 (anap.), is expl. by Sch., θνητά, ἐπίγεια (v.l. ἡμερίων) ; ἰχθύς ἡ. is dub. in Ephipp.5.2 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1165] bei Tage, am Tage; φῶς, Tageslicht, Plat. Rep. V, 508 c; ἄγγελος, Tagesbote, Gegensatz νυκτερινός, Xen. Cyr. 8, 6, 18; τὰς νυκτερινὰς θεωρίας καὶ τὰς ἡμερινάς Pol. 9, 14, 6; so φυλακή, Tagwache, Plut. u. a. Sp. – Für den Tag bestimmt, täglich, σῖτος, Ar. Pax 163. – Adv., Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du jour, qui se fait pendant le jour.
Étymologie: ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερῐνός:
1 дневной (φῶς Plat.; φυλακή Plut.);
2 дневной, прибывающий днем (ἄγγελος Xen.);
3 совершающийся днем (θεωρία Polyb.);
4 повседневный, ежедневный (σῖτα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερινός: -ή, -όν, εἰς ἡμέραν ἀνήκων, τῆς ἡμέρας, φῶς Πλάτ. Πολ. 508 C· ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθ. τῷ νυκτερινός, πυρετός Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 941· ἄγγελος ἡμ., ἀγγελιαφόρος τῆς ἡμέρας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 18, πρβλ. ἡμεροδρόμος· ἡμ. θεωρία Πολύβ. 9. 14, 6. ΙΙ. ἡμ. σῖτα, ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 163, καθημερινά, κοινά, πρβλ. Ἔφιππ. Γηρ. 1. 2.
Greek Monolingual
ἡμερινός, -ή, -ὸν (Α) ημέρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἡμερινὸς πυρετός», Ιπποκρ.). Επιρρ. ἡμερινῶς (AM)
κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Greek Monotonic
ἡμερινός: -ή, -όν (ἡμέρα), αυτός που ανήκει στην ημέρα, σε Πλάτ.· ἄγγελος ἡμερινός, αγγελιαφόρος της ημέρας, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἡμερινός, ή, όν ἡμέρα
of day, Plat.; ἄγγελος ἡμ. a day-messenger, Xen.