συναθροισμός: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synathroismos | |Transliteration C=synathroismos | ||
|Beta Code=sunaqroismo/s | |Beta Code=sunaqroismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[collection]], [[union]], τῶν λεπτομερῶν σωμάτων ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.24.2; ὑγρῶν Cass.''Pr.''80; opp. [[μερισμός]], Dam.''Pr.''412; [[assembly]], πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.<br><span class="bld">II</span> a rhetor. figure, by which [[dissimilar]] things were [[associate]]d, Alex.''Fig.''p.17 S., Quint. ''Inst.''8.4.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A collection, union, τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Placit.1.24.2; ὑγρῶν Cass.Pr.80; opp. μερισμός, Dam.Pr.412; assembly, πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.
II a rhetor. figure, by which dissimilar things were associated, Alex.Fig.p.17 S., Quint. Inst.8.4.27.
German (Pape)
[Seite 997] ὁ, = συνάθροισις, S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rassemblement, union.
Étymologie: συναθροίζω.
Russian (Dvoretsky)
συναθροισμός: ὁ собирание, сочетание, соединение (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συναθροισμός: ὁ, συλλογή, ἕνωσις, Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27.
Greek Monolingual
ὁ, Α συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.)
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.
Greek Monotonic
συναθροισμός: ὁ, σύναξη, συλλογή, συνένωση, μάζεμα, συνέλευση, σε Βάβρ.
Middle Liddell
συναθροισμός, οῦ, ὁ,
a collection, union, Babr.