ζαφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zaflegis
|Transliteration C=zaflegis
|Beta Code=zaflegh/s
|Beta Code=zaflegh/s
|Definition=ές, Ep. Adj. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[full of fire]], of men at their prime, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν… ἄλλοτε δὲ Φθινύθουσιν ἀκήριοι <span class="bibl">Il.21.465</span>; of [[fiery]] horses, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>8.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[shining]], [[bright]], [[ἄστρα]] Orac. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.15</span>; σέλας <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>2.26</span>.</span>
|Definition=ζαφλεγές, Ep. Adj.<br><span class="bld">A</span> [[full of fire]], of men at their prime, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν… ἄλλοτε δὲ Φθινύθουσιν ἀκήριοι Il.21.465; of [[fiery]] horses, ''h.Hom.''8.8.<br><span class="bld">II</span> [[shining]], [[bright]], [[ἄστρα]] Orac. ap. Eus.''PE''3.15; σέλας [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 2.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ζαφλεγής -ές [ζα-, φλέγω] vurig. Il. 21.465 ( overdr. van pers. ).
|elnltext=ζαφλεγής -ές [ζα-, φλέγω] vurig. Il. 21.465 ( overdr. van pers. ).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαφλεγής Medium diacritics: ζαφλεγής Low diacritics: ζαφλεγής Capitals: ΖΑΦΛΕΓΗΣ
Transliteration A: zaphlegḗs Transliteration B: zaphlegēs Transliteration C: zaflegis Beta Code: zaflegh/s

English (LSJ)

ζαφλεγές, Ep. Adj.
A full of fire, of men at their prime, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν… ἄλλοτε δὲ Φθινύθουσιν ἀκήριοι Il.21.465; of fiery horses, h.Hom.8.8.
II shining, bright, ἄστρα Orac. ap. Eus.PE3.15; σέλας Nonn. D. 2.26.

German (Pape)

[Seite 1136] ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von muthigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de feu.
Étymologie: ζα-, φλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαφλεγής -ές [ζα-, φλέγω] vurig. Il. 21.465 ( overdr. van pers. ).

Russian (Dvoretsky)

ζαφλεγής: пламенный, полный огня (ζαφλεγεῖς βροτοί Hom.; πῶλοι HH).

English (Autenrieth)

ές (φλέγω): strongly burning, met., full of fire, Il. 21.465†.

Greek Monolingual

ζαφλεγής, -ές (Α)
(επικ. επίθ.)
1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρόςἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης
3. αυτός που λάμπει πολύ, ο λαμπρός («ζαφλεγές σέλας», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φλεγης (< φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής, πυριφλεγής].

Greek Monotonic

ζᾰφλεγής: -ές (φλέγω), αυτός που είναι γεμάτος φλόγα, περιφλεγής, διάπυρος, ορμητικός, εύρωστος, λέγεται για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή της δύναμής τους, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφλεγής: -ές, ἐπ. ἐπίθ., περιφλεγής, πλήρης πυρός, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν τῇ ἀκμῇ αὐτῶν, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν..., ἄλλοτε δ’ αὖ φθινύθουσιν ἀκήριοι Ἰλ. Φ. 465· ἐπὶ πυρωδῶν, ὁρμητικῶν ἵππων, Ὕμν. Ὁμ. 7. 8. ΙΙ. σφόδρα λάμπων, μεγαλοφεγγής, Ἡσύχ.

Middle Liddell

ζᾰ-φλεγής, ές φλέγω
full of fire, of men at their prime, Il.