συνεξιχνεύω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneksichneyo | |Transliteration C=syneksichneyo | ||
|Beta Code=sunecixneu/w | |Beta Code=sunecixneu/w | ||
|Definition=[[trace out along with]], τινί τι | |Definition=[[trace out along with]], τινί τι Plu.''Cic.''18. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.
French (Bailly abrégé)
suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξιχνεύω samen (met...) nasporen, met acc. en dat. iets samen met iem.
German (Pape)
mit od. zugleich ausspüren, Plut. Cic. 18.
Russian (Dvoretsky)
συνεξιχνεύω: вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.).
Greek Monolingual
Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].
Greek Monotonic
συνεξιχνεύω: μέλ. -σω, εξιχνιάζω κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.