σπογγώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spoggodis
|Transliteration C=spoggodis
|Beta Code=spoggw/dhs
|Beta Code=spoggw/dhs
|Definition=σπογγώδες, = [[σπογγοειδής]], Hp.''Gland.''1, Arist.''Pr.''875b22, Dsc. 5.118.
|Definition=σπογγῶδες, = [[σπογγοειδής]], Hp.''Gland.''1, Arist.''Pr.''875b22, Dsc. 5.118.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγώδης Medium diacritics: σπογγώδης Low diacritics: σπογγώδης Capitals: ΣΠΟΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: spongṓdēs Transliteration B: spongōdēs Transliteration C: spoggodis Beta Code: spoggw/dhs

English (LSJ)

σπογγῶδες, = σπογγοειδής, Hp.Gland.1, Arist.Pr.875b22, Dsc. 5.118.

German (Pape)

[Seite 923] ες, = σπογγοειδής, Plut.

Russian (Dvoretsky)

σπογγώδης: губчатый, ноздреватый (τὸ σῶμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σπογγώδης: -ες, = σπογγοειδής, Ἱππ. 270. 30, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ες / σπογγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α σπόγγος / σφόγγος]
αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδης
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδη
οι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων
2. φρ. α) «σπογγώδης ουσία»
ανατ. μορφή οστίτη ιστού που αποτελείται από διακλαδιζόμενες δοκίδες οι οποίες σχηματίζουν πλέγμα, στα διάκενα του οποίου βρίσκεται μυελός τών οστών
β) «σπογγώδες μέταλλο»
χημ. μάζα πορώδους μετάλλου ή μετάλλου σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού που προκύπτει με κατάλληλες διαδικασίες και χρησιμοποιείται κυρίως ως καταλύτης σε πάρα πολλές χημικές αντιδράσεις
γ) «σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια τών βοοειδών»
(κτην.-ιατρ.) νέα μεταδοτική ζωονόσος, που επισημάνθηκε για πρώτη φορά το 1986 στα βοοειδή της Μεγάλης Βρετανίας, με συμπτώματα που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα, κν. αρρώστια της τρελής αγελάδας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγώδης -ες [σπόγγος] sponsachtig.