ἀκήριος: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />A. [[unharmed]] by the Κῆρες, [[unharmed]], Od.<br /><b class="num">II.</b> act. unharming, [[harmless]], Hhymn., Hes.<br />B. (κῆρ) without [[heart]], i. e.,<br /><b class="num">I.</b> [[lifeless]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[heartless]], [[spiritless]], Il.
|mdlsjtxt=A. [[unharmed]] by the Κῆρες, [[unharmed]], Od.<br /><b class="num">II.</b> act. unharming, [[harmless]], Hhymn., Hes.<br />B. (κῆρ) without [[heart]], i. e.,<br /><b class="num">I.</b> [[lifeless]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[heartless]], [[spiritless]], Il.
}}
}}

Revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκήριος Medium diacritics: ἀκήριος Low diacritics: ακήριος Capitals: ΑΚΗΡΙΟΣ
Transliteration A: akḗrios Transliteration B: akērios Transliteration C: akirios Beta Code: a)kh/rios

English (LSJ)

(A), ον,
A unharmed by the Κῆρες; generally, unharmed, Od. 12.98, 23.328, h.Merc.530, Nic.Th.190, Call.Ap.41, A.R.3.466; ψυχαὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, free from power of the Fates, Ps.-Phoc.99.
II having no κῆρ, i.e. with no fortune attached to them, ἡμέραι Hes.Op. 823.
III harmless, πάμπαν δ' ἄμωμος οὔτις οὐδ' ἀκήριος = no one is completely exempt from flaw and misfortune Semon.4, cf. Nic.Th.771.

(B), ον, (κῆρ)
A without heart, i.e.,
I lifeless, Hom. (not in Od.), ἀκήριον αἶψα τίθησι Il.11.392. cf. 21.466.
II heartless, spiritless, σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον ib.5.812, cf. 13.224; ἥμενοι αὖθι ἕκαστοι ἀκήριοι 7.100; ἀκήριον ἠύτ' ὄνειρον A.R.2.197.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin corazón, sin coraje, sin ánimo ἤ νύ σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον Il.5.812, cf. Il.13.224, ἥμενοι ἕκαστοι ἀκήριοι Il.7.100, ὄνειρον un sueño falto de vigor A.R.2.197.
2 sin corazón, muerto ἀκήριον αἶψα τίθησι Il.11.392, cf. Il.21.466.
-ον
I no dañado o mutilado, indemne ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται παρφυγέειν Od.12.98, ἄνδρες Od.23.328, ῥάβδον ... ἀκήριον ἥ σε φυλάξει h.Merc.530, cf. Nic.Th.190, A.R.3.466
inmune del lugar donde caen gotas de la melena de Apolo ἀκήρια πάντ' ἐγένοντο Call.Ap.41
de pers. libre de infortunio Semon.5.
II 1sin κήρ o destino establecido ἡμέραι Hes.Op.823.
2 sin κήρ o muerte, inmortal ψυχαί Ps.Phoc.105.
III que no daña, inocuo σκορπίος Nic.Th.771.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
non atteint par le génie de la mort, qui demeure sauf.
Étymologie: , κήρ.
2ος, ον :
1 privé de vie;
2 sans courage, lâche.
Étymologie: , κῆρ.

German (Pape)

1 ohne κήρ, lebendig; Hom. zweimal, Od. 12.98 τῇ δ' οὔ πώ ποτε ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται παρφυγέειν σὺν νηΐ, 23.328 Σκύλλην θ΄, ἣν οὔ πώ ποτ' ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν; – Callim. Apoll. 41; Phocyl. 99 ψυχαὶ ἀκήριοι, der Gewalt der Keren nicht unterworfen, unsterblich. Bei Nic. Th. 771 heißt der Skorpion ἀκήριος, unschädlich, wie auch H.h. Merc. 527 ῥάβδος zu nehmen; aber Hes. O. 823 sind ἡμέραι ἀκήριοι Tage ohne Vorbedeutung, οὔτι φέρουσαι.
2 ohne κῆρ; Hom. sechsmal; Il. 11.392 ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίθησιν, macht leblos, tötet; – τινὰ δέος ἴσχει ἀκήριον. mutlose Furcht, Il. 5.812, 817, 13.224; – βροτῶν ἕνεκα δειλῶν, οἳ ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν, ἄλλοτε δὲ φθινύθουσιν ἀκήριοι Il. 21.466; – ἀλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε, ἥμενοι αὖθι ἕκαστοι ἀκήριοι, ἀκλεὲς αὔτως Il. 7.100; – Apoll.Rh. 2.197 ἀκήριον ἠΰτ' ὄνειρον, schwach.

Russian (Dvoretsky)

ἀκήριος: κῆρ
1 бездыханный, безжизненный Hom.;
2 малодушный, трусливый Hom.
[κήρ]
1 невредимый, целый (ναῦται, ἄνδρες Hom.; ῥάβδος HH);
2 безвредный, т. е. ничего дурного не сулящий (ἡμέραι Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκήριος: (Α), ον, ἀβλαβής ὑπὸ τῶν Κηρῶν, καθόλου ἀβλαβής, Ὅμ. (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι), Ὀδ. Μ. 98., Ψ. 328· ψυχραὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, ἀπηλλαγμέναι τῶν Κηρῶν, μὴ ὑποκείμεναι αὐταῖς, Ψευδο-Φωκυλ. 99. ΙΙ. ἐνεργ, ὁ μὴ βλάπτων, ἀβλαβής, ῥάβδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 530· ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.

English (Autenrieth)

(1) (κήρ): unharmed.
(2) (κῆρ): (1) dead.—(2) spiritless, cowardly; δέος, Il. 5.812.

Greek Monolingual

(I)
ἀκήριος, -ιον (Α) [κὴρ, η]
1. αυτός που δεν τον έβλαψαν, δεν τον πείραξαν οι κήρες και γεν. άβλαβος, απείραχτος
2. αβλαβής, ακίνδυνος
3. άδολος, άκακος.
(II)
ἀκήριος, -ον (Α) [κῆρ, το]
1. αυτός που δεν έχει καρδιά, ψυχή, ζωή
2. δειλός, άψυχος.

Greek Monotonic

ἀκήριος: (Α), -ον, αβλαβής από τις Κῆρες, αβλαβής, ανέπαφος, σε Ομήρ. Οδ.
II. Ενεργ., αβλαβής, ακίνδυνος, άκακος, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
ἀκήριος: (Β), -ον, (κῆρ), άκαρδος, δηλ.
I. ο χωρίς ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. άκαρδος, δειλός, στον ίδ.

Middle Liddell

A. unharmed by the Κῆρες, unharmed, Od.
II. act. unharming, harmless, Hhymn., Hes.
B. (κῆρ) without heart, i. e.,
I. lifeless, Il.
II. heartless, spiritless, Il.