ὁρίζων: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁρίζων:''' οντος ὁ [part. praes. к [[ὁρίζω]] ( | |elrutext='''ὁρίζων:''' οντος ὁ [part. praes. к [[ὁρίζω]] (sc. [[κύκλος]]) горизонт Plat., Arst. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:12, 21 March 2024
English (LSJ)
(sc. κύκλος), ὁρίζοντος, ὁ,
A separating circle (cf. ὁρίζω 1.1b), horizon, Autol.Sph.5, Ti.Locr.97a; ὁ τοῦ ὁρίζοντος κύκλος Arist.Mete. 363a27; ὁ ὁρίζων κύκλος Id.Cael.297b34, al.; ὁ αἰσθητὸς ὁρίζων, opp. ὁ λόγῳ θεωρητός, Gem.5.56,57; οἱ ὁρίζοντες Ti.Locr.97d.
2 Pythagorean name for nine (9), because it limits, i.e. finishes, the series of units, Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 378] οντος, ὁ, der Abgränzende, der Horizont, Tim. Locr. 97 a u. öfter bei Sp., die zum Theil κύκλος, auch ἀήρ ergänzen.
Russian (Dvoretsky)
ὁρίζων: οντος ὁ [part. praes. к ὁρίζω (sc. κύκλος) горизонт Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρίζων: (ἐξυπακ. κύκλος), ὁ, ὁ περιορίζων τὴν ὅρασιν κύκλος, ὁ «ὁρίζων», τὸ τοῦ Κικέρωνος, orbis finiens, Τίμ. Λοκρ. 97Α· ὁ τοῦ ὁρίζοντος κύκλος Ἀριστοφ. Μετεωρ. 2. 6, 2, πρβλ. 3. 5, 2· οἱ ὁρίζοντες Τίμ. Λοκρ. 97D.
Greek Monolingual
ο (Α ὁρίζων)
η κυκλοτερής νοητή γραμμή κατά την οποία ο ουρανός φαίνεται να εφάπτεται με το έδαφος ή με την επιφάνεια της θάλασσας
νεοελλ.
1. αστρον. ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που σχηματίζεται από την τομή της με το οριζόντιο επίπεδο
2. (εδαφολ.) χαρακτηριστικό στρώμα του εδάφους που αποτελεί τμήμα μιας διαφοροποιημένης από χημική και βιολογική άποψη εδαφικής σειράς σε μία κάθετη τομή του εδάφους
3. μτφ. α) τα όρια μέσα στα οποία εκτείνονται γνώσεις, ενέργειες, αντιλήψεις, προοπτικές ή αποτελέσματα (α. «η ανακάλυψη της πενικιλίνης άνοιξε νέους ορίζοντες στη θεραπευτική» β. «η παιδεία ανοίγει τους πνευματικούς ορίζοντες του ανθρώπου»)
β) κατάσταση, κύκλος πραγμάτων («ο πολιτικός ορίζοντας είναι πολύ σκοτεινός»)
4. φρ. α) «ορίζοντας ασυρμάτου»
(ραδιοηλ.) ο τόπος τών σημείων της γήινης επιφάνειας στα οποία τα κύματα που εκπέμπονται απευθείας από τον ασύρματο εφάπτονται με την επιφάνεια του εδάφους
β) «ορίζοντας συμβάντων» ή «ορίζοντας γεγονότων»
(φυσ.-αστρον.) η νοητή γραμμή πέρα από την οποία η παρατήρηση τών γεγονότων δεν είναι δυνατή ή εμποδίζεται κατά έναν ορισμένο τρόπο
γ) «στρωματογραφικός ορίζοντας»
γεωλ. συγκεκριμένου πάχους γεωλογικό στρώμα το οποίο είναι σαφώς καθορισμένο όσον αφορά τον τύπο του πετρώματος, τη δομή, τα περιεχόμενα απολιθώματα και τα άλλα φυσικά χαρακτηριστικά του, καθώς και τα στρωματογραφικά όριά του
αρχ.
1. (στη φιλοσοφία τών Πυθαγορείων) ονομασία του αριθμού 9, επειδή με αυτόν τελειώνει η σειρά τών μονάδων
2. ο μεσημβρινός που τέμνει άλλον μεσημβρινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. του ρήματος ὁρίζω. Τον τ. ορίζων δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. horizon) και από αυτήν οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. horizon, γερμ. Horizont, γαλλ. horizon)].
Translations
horizon
Afrikaans: horison; Albanian: horizont, lëbozë, lëpen, lëpith; Arabic: أُفُق; Egyptian Arabic: افق; Armenian: հորիզոն; Aromanian: ndzari; Asturian: horizonte; Aymara: chhaqachhaqa; Azerbaijani: üfüq; Bashkir: офоҡ; Belarusian: гарызонт, небакрай; Bengali: দিগন্ত; Bulgarian: хоризонт; Burmese: မိုးကုပ်စက်ဝိုင်း; Catalan: horitzó; Chinese Mandarin: 地平線/地平线, 天際/天际, 天邊/天边; Czech: obzor, horizont; Danish: horisont; Dutch: horizon, horizont, einder, kim; Esperanto: horizonto; Estonian: silmapiir, horisont; Faroese: sjónarringur, havsbrúgv, havsbrún, væðing, himinjaðari; Finnish: horisontti, taivaanranta; French: horizon, ligne d'horizon; Galician: horizonte; Georgian: ჰორიზონტი; German: Horizont; Greek: ορίζοντας; Ancient Greek: ὁρίζων; Hebrew: אופק \ אֹפֶק; Hindi: क्षितिज; Hungarian: horizont, látóhatár, láthatár; Icelandic: sjóndeildarhringur, sjónbaugur; Ido: horizonto; Indonesian: kaki langit, cakrawala, horizon, ufuk; Irish: spéire; Italian: orizzonte; Japanese: 地平線, 水平線; Kazakh: көкжиек; Khmer: ជើងមេឃ, នភាបាទ; Korean: 지평선, 수평선; Kurdish Central Kurdish: ئاسۆ; Northern Kurdish: aso; Kyrgyz: горизонт, асманчет; Lao: ຂອບຟ້າ, ຟາກຟ້າ; Latin: finiens, horizon; Latvian: horizonts; Lithuanian: horizontas; Low German German Low German: Kimm, Kimming; Macedonian: хоризонт; Malay: kaki langit, ufuk; Maori: huapae, paerangi, taharangi, tahatū o te rangi, paewai o te moana, tāhapatū o te rangi, tauriparipa, tāepaepatanga o te rangi, paewai o te rangi, taha o te rangi, paewhenua; Marathi: क्षितिज; Mongolian: тэнгэрийн хаяа; Nahuatl: ahuemaniliztli; Navajo: yákʼaashbąąh; Norwegian: horisont, blåne; Pashto: افق; Persian: افق, کران; Plautdietsch: Horizont; Polish: horyzont, widnokrąg, nieboskłon; Portuguese: horizonte; Quechua: pachapanta, winkumuyu; Romanian: orizont, zare, zariște; Russian: горизонт, небосклон; Sanskrit: क्षितिज, कुज; Scottish Gaelic: fàire; Serbo-Croatian Cyrillic: хоризонт; Roman: horizont; Sinhalese: ක්ෂිතිජය; Slovak: horizont, obzor; Slovene: obzorje; Spanish: horizonte; Swedish: horisont; Tagalog: abot-tanaw, kagiliran; Tajik: уфуқ; Tamil: கீழ்வானம்; Tatar: офык; Thai: ขอบฟ้า; Turkish: ufuk, ufuk çizgisi; Turkmen: gözýetim; Ukrainian: обрій, горизонт, небокрай, небосхил, овид, видноколо, виднокруг, крайнебо, круговид, кругозі́р, кругогляд, виднокрай; Urdu: افق; Uyghur: ئۇپۇق; Uzbek: ufq; Vietnamese: chân trời; Volapük: horit; Welsh: gorwel, gorwelion; Yiddish: האָריזאָנט