εὐεργετικός: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evergetikos | |Transliteration C=evergetikos | ||
|Beta Code=eu)ergetiko/s | |Beta Code=eu)ergetiko/s | ||
|Definition=εὐεργετική, εὐεργετικόν, [[productive of benefit]], [[beneficent]], <b class="b3">ὠφέλιμα καὶ εὐ.</b> Arist.''Rh.''1388b12, cf. Phld.''Piet.''11, etc.; <b class="b3">δόξα εὐ.</b> a reputation [[for beneficence]], Arist.''Rh.''1361a28; <b class="b3">ἀρετὴ δύναμις εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων</b> ib.1366a38: c. gen.pers., φιλανθρωπία ἕξις εὐ. ἀνθρώπων Pl.''Def.''412e; <b class="b3">τὸ εὐ.</b> [[beneficence]], D.S.1.25: Comp., τὸ εὐεργετικώτερον Hdn.6.9.8; of persons, [[beneficent]], [[bountiful]], [[εὐεργετικὸν]] ([[varia lectio|v.l.]] [[εὐεργετητικὸν]]) εἶναι καλόν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1171b16, etc.; εὐ. χρηστὸς φιλάνθρωπος Muson.''Fr.''8p.39H.: Sup. εὐεργετικώτατος, εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6. Adv. [[εὐεργετικῶς]], διακείμενος ''OGI''90.11 (Rosetta, Ptol. V), cf. ''IG''5(2).266.13 (Mantinea, i B. C.). | |Definition=εὐεργετική, εὐεργετικόν, [[productive of benefit]], [[beneficent]], <b class="b3">ὠφέλιμα καὶ εὐ.</b> Arist.''Rh.''1388b12, cf. Phld.''Piet.''11, etc.; <b class="b3">δόξα εὐ.</b> a reputation [[for beneficence]], Arist.''Rh.''1361a28; <b class="b3">ἀρετὴ δύναμις εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων</b> ib.1366a38: c. gen.pers., φιλανθρωπία ἕξις εὐ. ἀνθρώπων Pl.''Def.''412e; <b class="b3">τὸ εὐ.</b> [[beneficence]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.25: Comp., τὸ εὐεργετικώτερον Hdn.6.9.8; of persons, [[beneficent]], [[bountiful]], [[εὐεργετικὸν]] ([[varia lectio|v.l.]] [[εὐεργετητικὸν]]) εἶναι καλόν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1171b16, etc.; εὐ. χρηστὸς φιλάνθρωπος Muson.''Fr.''8p.39H.: Sup. εὐεργετικώτατος, εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6. Adv. [[εὐεργετικῶς]], διακείμενος ''OGI''90.11 (Rosetta, Ptol. V), cf. ''IG''5(2).266.13 (Mantinea, i B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
εὐεργετική, εὐεργετικόν, productive of benefit, beneficent, ὠφέλιμα καὶ εὐ. Arist.Rh.1388b12, cf. Phld.Piet.11, etc.; δόξα εὐ. a reputation for beneficence, Arist.Rh.1361a28; ἀρετὴ δύναμις εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων ib.1366a38: c. gen.pers., φιλανθρωπία ἕξις εὐ. ἀνθρώπων Pl.Def.412e; τὸ εὐ. beneficence, D.S.1.25: Comp., τὸ εὐεργετικώτερον Hdn.6.9.8; of persons, beneficent, bountiful, εὐεργετικὸν (v.l. εὐεργετητικὸν) εἶναι καλόν Arist.EN1171b16, etc.; εὐ. χρηστὸς φιλάνθρωπος Muson.Fr.8p.39H.: Sup. εὐεργετικώτατος, εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6. Adv. εὐεργετικῶς, διακείμενος OGI90.11 (Rosetta, Ptol. V), cf. IG5(2).266.13 (Mantinea, i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1065] ή, όν, zum Wohlthun geneigt, gern wohlthuend, ἕξις εὐεργετικὴ ἀνθρώπων Plat. defin. 412 e; Arist. rhet. 2, 11 u. A.; τὸ εὐεργετικόν, die Wohlthätigkeit, D. Sic. 1, 25. – Superl. εὐεργετικώτατος, Pol. 7, 8, 6. – Auch adv., Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 bienfaisant : εὐεργετικὸς πολλῶν καὶ μεγάλων ARSTT disposé à rendre beaucoup de services et d'importants;
2 qui concerne un homme bienfaisant : δόξα εὐεργετική ARSTT la réputation de faire du bien.
Étymologie: εὐεργέτης.
Russian (Dvoretsky)
εὐεργετικός: делающий добро, творящий добрые дела, оказывающий услуги: εὐ. τινος Plat., Arst. делающий добро кому-л.; δόξα εὐ. Arst. репутация творящего добро человека; εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων Arst. готовый оказывать большие и важные услуги.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργετικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ πράξῃ καλόν, νὰ πράξῃ εὐεργεσίαν, ὁ εὐεργετῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 4. κτλ.· δόξα εὐ., φήμη δι’ εὐεργεσίαν, αὐτόθι 1. 5, 9· δύναμις εὐεργετικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων, δύναμις παρεκτικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων εὐεργεσιῶν, αὐτόθι 1. 9, 4· μετὰ γεν. προσ., εὐ. ἀνθρώπων, εἰς ἀνθρώπους, Πλάτ. Ὅροι 412Ε· τὸ εὐεργ., εὐεργεσία, Διόδ. 1. 25: - τὸ εὐεργετητικὸς εἶναι συνήθως διάφ. γραφή.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ εὐεργετικός, -ή, -όν) ευεργέτης
1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.)
2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι ευεργετικές διαθέσεις του ήταν μάταιες»)
νεοελλ.
φρ.
1. (νομ.) «ευεργετικός νόμος» — ο νόμος που παρέχει εξαιρετικά δικαιώματα ή απαλλαγές από ορισμένες υποχρεώσεις
2. «ευεργετική παράσταση» ή απλώς ευεργετική
η παράσταση της οποίας τις εισπράξεις παίρνει ο ηθοποιός υπέρ του οποίου έγινε
3. «έχω την ευεργετική μου» — γίνομαι αντικείμενο μομφών και επιπλήξεων από ανώτερο ή σαρκασμών και πειραγμάτων από φίλους
4. «ευεργετικό γράμμα» — ευεργετήριο γράμμα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐεργετικόν
η ευεργεσία
2. φρ. «δόξα εὐεργετική» — καλή φήμη για ευεργεσία.