ἐγκαταλέγω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[build]] in: Pass., 3rd pl. aor2 ἐγκατελέγησαν were built [[into]] the [[wall]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[count]] [[among]], Luc.: to [[enlist]] soldiers, Anth.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[build]] in: Pass., 3rd pl. aor2 ἐγκατελέγησαν were built [[into]] the [[wall]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[count]] [[among]], Luc.: to [[enlist]] soldiers, Anth.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[congeri]], [[inseri]]'', to [[be heaped up]], [[be inserted]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.93.2/ 1.93.2] (<i>de muris Athenarum</i> <i>concerning the walls of Athens</i>).
}}
}}

Latest revision as of 14:13, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταλέγω Medium diacritics: ἐγκαταλέγω Low diacritics: εγκαταλέγω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΛΕΓΩ
Transliteration A: enkatalégō Transliteration B: enkatalegō Transliteration C: egkatalego Beta Code: e)gkatale/gw

English (LSJ)

A build in, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν were built into the wall, Th. 1.93.
2 count or reckon among, Luc.Par.3; τινὰς εἰς τοὺς Εὐπατρίδας, = Lat. adlegere inter patricios, D.C.43.47; enlist soldiers, AP 11.265 (Lucill.).
II Pass., lie in or lie on, Ep. aor. ἐγκατέλεκτο A.R. 4.431.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. perf. part. ἐγκατειλεγμένῳ D.C.45.7.1]
1 arq. empotrar, embutir en un muro, πύργῳ δ' ἐγκατέλεξεν ἐμὴν λίθον Call.Fr.64.7, en v. pas. πολλαί τε στῆλαι ... καὶ λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Th.1.93
insertar, introducir (ἡ ψυχή) ἐγκαταλέγουσα τῷ σώματι τὴν ἐγρήγορσιν introduciendo (el alma) en el cuerpo el estado de vigilia Clem.Al.Paed.2.9.82.
2 contar entre, incluir en, c. ac. y dat. ταύτην ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.Par.3, ἣν τῷ λογικῷ μέρει τῆς καλουμένης φιλοσοφίας ἐγκαταλέγουσιν S.E.P.2.205, τὸν δὲ τῆς ἐνταῦθα τιμῆς ἐφιέμενον (ὁ Κύριος) τοῖς ἀπίστοις ἐγκαταλέγει al que anhela los honores de este mundo, (el Señor) lo cuenta entre los que no creen Gr.Nyss.Instit.53.1, cf. Hsch.
en v. pas. ser contado entre, formar parte de ἡ θυγάτηρ δέ σοι ταῖς παλλακίσι τοῦ νυνὶ τυραννοῦντος ἐγκαταλεγήσεται Luc.Cat.11, cf. Clem.Al.Prot.2.40, τοῖς τὰ βασιλέως ὀξέως διακομίζουσι γράμματα Thdt.H.Rel.12.2, c. εἰς y ac. Καίσαρι ... ἐς τὸν τῶν ἄστρων ἀριθμὸν ἐγκατειλεγμένῳ D.C.l.c., εἰς ... τὰ ἑκατὸν ἔτη τρεῖς ἐγκαταλέγονται γενεαί tres generaciones abarcan cien años Clem.Al.Strom.1.21.
3 alistar, enrolar σὺ φοβοῦ μὴ καί σέ τις ἐγκαταλέξῃ AP 11.265 (Lucill.), τοὺς μὲν ἄνδρας ἡμῖν αὐτοῖς ἐγκαταλέγων Hld.1.195, πολλοὺς δὲ καὶ εἰς τοὺς εὐπατρίδας ... ἐγκατέλεξεν D.C.43.47.3, cf. 27.2
crist. incluir en el orden sacerdotal, ordenar sacerdote (αὐτόν) τοῖς ἱερεῦσιν ἐγκαταλέγει Thdt.H.Rel.13.4.

German (Pape)

[Seite 705] mit hinein, dazu lesen, sammeln; πολλαὶ στῆλαι καὶ λίθοι ἐγκατελέγησαν, zum Mauerbau, Thuc. 1, 93; dazu zahlen, rechnen, ταύτην ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc. Parasit. 3; Sp.; εἴς τινας, D. Cass. 43, 47; werben, ausheben, Ep. ad. (XI, 265); – aor. syncop. ἐγκατέλεκτο, lag darauf, Ap. Rh. 4, 431.

French (Bailly abrégé)

1 assembler l'un sur l'autre, amonceler;
2 inscrire, enrôler parmi, τινι.
Étymologie: ἐν, καταλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταλέγω:
1 собирать, складывать, нагромождать (λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Thuc.);
2 причислять, относить (τέχνην τινὰ ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.);
3 призывать на военную службу, зачислять в армию (τινά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταλέγω: μέλλ. -ξω, συνοικοδομῶ ἐν, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν, ᾠκοδομήθησαν ἐντὸς τοῦ τείχους, Θουκ. 1. 93 (πρβλ. λέγω ΙΙ, λογάς, λογάδην). 2) ὑπολογίζω, συγκαταλέγω, Λουκ. Παράσ. 3· στρατολογῶ, Ἀνθ. Π. 11. 265. ΙΙ. Παθ., κεῖμαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Ἐπ. ἀόρ. ἐγκατέλεκτο Ἀριστοφ. Βάτρ. 4. 431.

Greek Monolingual

ἐγκαταλέγω (AM)
1. συγκεντρώνω
2. λογαριάζω, συμπεριλαμβάνω
3. παθ. κείτομαι πάνω ή μέσα σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐγκαταλέγω: μέλ. -ξω·
I. οικοδομώ, γʹ πληθ. Παθ. αόρ. βʹ ἐγκατελέγησαν, οικοδομήθηκαν (μέσα στο τείχος), σε Θουκ.
II. υπολογίζω, συγκαταλέγω, σε Λουκ.· στρατολογώ στρατιώτες, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to build in: Pass., 3rd pl. aor2 ἐγκατελέγησαν were built into the wall, Thuc.
II. to count among, Luc.: to enlist soldiers, Anth.

Lexicon Thucydideum

congeri, inseri, to be heaped up, be inserted, 1.93.2 (de muris Athenarum concerning the walls of Athens).