κακοπραγέω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=[[ἀποτυχαίνω]], [[δυστυχῶ]]). Παρασύνθετο ἀπό τό [[κακοπραγής]] (=[[κακοποιός]]) → [[κακός]] + [[πρᾶγος]] (=[[πρᾶγμα]]) τοῦ [[πράττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀπό τό κακοπραγῶ: [[κακοπραγία]] (=[[ἀποτυχία]]), [[κακοπράγημα]], [[κακοπράγμων]] (=[[βλαβερός]]). | |mantxt=-ῶ (=[[ἀποτυχαίνω]], [[δυστυχῶ]]). Παρασύνθετο ἀπό τό [[κακοπραγής]] (=[[κακοποιός]]) → [[κακός]] + [[πρᾶγος]] (=[[πρᾶγμα]]) τοῦ [[πράττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀπό τό κακοπραγῶ: [[κακοπραγία]] (=[[ἀποτυχία]]), [[κακοπράγημα]], [[κακοπράγμων]] (=[[βλαβερός]]). | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[rebus adversis uti]]'', to [[experience adversity]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.43.5/ 2.43.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.55.4/ 4.55.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:25, 16 November 2024
English (LSJ)
fare ill, fail in an enterprise, Th.4.55; to be in ill plight, Id.2.43; κ. ἀναξίως Arist.Rh.1386b26, cf. Aphth.Prog.1, al.: in physical sense, ἥπατος ἢ γαστρὸς κακοπραγούντων Gal.10.789, al.
German (Pape)
[Seite 1302] in seinen Unternehmungen Unglück haben, übh. unglücklich sein, Thuc. 2, 43. 4, 55 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
κακοπραγῶ :
être malheureux.
Étymologie: κακός, πράσσω.
Greek Monotonic
κᾰκοπρᾱγέω: μέλ. -ήσω (πρᾶγος), είμαι άτυχος, αποτυγχάνω σε μία προσπάθεια, δυστυχώ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπρᾱγέω: терпеть неудачи, быть несчастливым (в своих делах) Arst.: οἰ κακοπραγοῦντες Thuc. несчастные, обездоленные.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπραγέω [κακός, πράττω] er slecht voor staan, ongelukkig zijn.
Middle Liddell
κᾰκο-πρᾱγέω, fut. -ήσω πρᾶγος
to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight, Thuc.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀποτυχαίνω, δυστυχῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό κακοπραγής (=κακοποιός) → κακός + πρᾶγος (=πρᾶγμα) τοῦ πράττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀπό τό κακοπραγῶ: κακοπραγία (=ἀποτυχία), κακοπράγημα, κακοπράγμων (=βλαβερός).
Lexicon Thucydideum
rebus adversis uti, to experience adversity, 2.43.5, 4.55.4.