puro: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(CSV3 import) |
mNo edit summary |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀβέβηλος]], [[ἁγής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἁγνός]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄδολος]], [[ἄθικτος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἄκακος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἄκρατος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμιγής]], [[ἄμικτος]], [[ἄμιξος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἄνοθος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἁπλόος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀσκηθής]], [[ἀσύνθετος]], [[ἄφθορος]], [[ἀφίλης]], [[ἀχραής]], [[ἀχρανής]], [[ἄχραντος]], [[διειδής]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἐκλεκτός]], [[ἐνόβρυζος]], [[εὐαγής]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ὅσιος]] | ||
}} | }} | ||
{{LaZh | {{LaZh | ||
|lnztxt=puro, as, are. :: [[拭淨]] | |lnztxt=puro, as, are. :: [[拭淨]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:52, 16 November 2024
Latin > English (Lewis & Short)
pūro: āre, v. a. purus,
I to purify with religious rites (very rare, perh. ἅπαξ εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.
Latin > French (Gaffiot 2016)
(1) pūrō, āre (purus), tr., purifier : Fest. 229, 12.
(2) pūrō, āre (pus), intr., suppurer : M. Emp. 14.
Latin > German (Georges)
(1) pūro1, āre (purus), reinigen, Fest. 229 (a), 12.
(2) pūro2, āre (pus), eitern, Marc. Emp. 14.
Spanish > Greek
ἀβέβηλος, ἁγής, ἁγνευτικός, ἁγνός, ἀδιάφθορος, ἄδολος, ἄθικτος, ἀθόλωτος, ἄκακος, ἀκατάμικτος, ἀκέραιος, ἀκεραιοφανής, ἀκηλίδωτος, ἀκηράσιος, ἀκήρατος, ἀκραιφνής, ἄκρατος, ἀλώβητος, ἀμίαντος, ἀμιγής, ἄμικτος, ἄμιξος, ἀμόλυντος, ἀμύσακτος, ἀμώμητος, ἄμωμος, ἀνέπαφος, ἀνεπιθόλωτος, ἀνθέμινος, ἄνοθος, ἀπαράχυτος, ἀπαρέγχυτος, ἁπλόος, ἀπρόσκοπος, ἀρᾳδιούργητος, ἀρρύπαντος, ἀρρύπαρος, ἄρρυπος, ἀρρύπωτος, ἀσκηθής, ἀσύνθετος, ἄφθορος, ἀφίλης, ἀχραής, ἀχρανής, ἄχραντος, διειδής, εἰλικρινής, εἰλικρινοειδής, ἐκλεκτός, ἐνόβρυζος, εὐαγής, καθαρός, λαμπρός, ὅσιος