παραλείπω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλείπω''': μέλλ. -ψω· πρκμ. -λέλοιπα Ἰσοκρ. 76D. ― Παθ., πρκμ. -λέλειπται ὁ αὐτ. Ὡς καὶ νῦν, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], ἀφίνω [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 4· ― τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται (ὡς τὸ ὑπολ-), Δημ. 553. 4. ΙΙ. ἀφίνω εἰς ἕτερον, λόγον τινὶ π., ἀφίνω εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ, Αἰσχίν. 63 ἐν τέλ.· [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, π. τινι ποιεῖν τι Πλουτ. Ἄρατ. 28. ΙΙΙ. [[παραλείπω]], δὲν [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψει, [[παρέρχομαι]], Λατ. praetermitto, omitto, ἐν προσκλήσει, ἐν διαθήκῃ, κτλ., τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1154, Λυσίας 188. 41, κτλ.· ὡς οἱ κύνες τὸν λαγωόν, Ξεν. Κυν. 3, 6, κτλ. 2) παραμελῶ, Εὐρ. Τρῳ 43, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1194, Ὄρν. 456· ἐπὶ διαταγῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16· μηδένα καιρὸν μηδ’ ὥραν παραλείπων ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων περιγίνεται Δημ. 24, 25, κτλ.· ― Παθητ., τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, ἐλλείψεις, Πλάτ. Πολ. 401Ε, πρβλ. Νόμ. 772C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 8· εἴ τις παραλείπεται [[[πρόσοδος]]], ἂν τὸ εἰσόδημα δὲν [[εἶναι]] ἀρκετόν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 4, 8· ― τὰ παραλειπόμενα (ἐξυπακ. βιβλία) = τὰ βιβλία τῶν Χρονικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἴδε Schleusner Lex. 3) [[παρέρχομαι]], δὲν [[λέγω]] τι, παρασιωπῶ, Εὐρ. Ἑλ. 773, Ἀνδοκ. 2. 16, Θουκ. 2. 51, Πλάτ. Συμπ. 188Ε, κ. ἀλλ.· μυρία [[τοίνυν]] ἕτερ’ εἰπεῖν ἔχων… [[παραλείπω]] Δημ. 273. 15· π. [[περί]] τινος Διόδ. 5. 26· [[πλείω]] τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 219Β, πρβλ. 130Β. 4) ἀπολ., [[κάμνω]] παράλειψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 5. 5) παύομαι πράττων τι, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ἀθήν. 234Α. | |lstext='''παραλείπω''': μέλλ. -ψω· πρκμ. -λέλοιπα Ἰσοκρ. 76D. ― Παθ., πρκμ. -λέλειπται ὁ αὐτ. Ὡς καὶ νῦν, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], ἀφίνω [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 4· ― τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται (ὡς τὸ ὑπολ-), Δημ. 553. 4. ΙΙ. ἀφίνω εἰς ἕτερον, λόγον τινὶ π., ἀφίνω εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ, Αἰσχίν. 63 ἐν τέλ.· [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, π. τινι ποιεῖν τι Πλουτ. Ἄρατ. 28. ΙΙΙ. [[παραλείπω]], δὲν [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψει, [[παρέρχομαι]], Λατ. praetermitto, omitto, ἐν προσκλήσει, ἐν διαθήκῃ, κτλ., τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1154, Λυσίας 188. 41, κτλ.· ὡς οἱ κύνες τὸν λαγωόν, Ξεν. Κυν. 3, 6, κτλ. 2) παραμελῶ, Εὐρ. Τρῳ 43, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1194, Ὄρν. 456· ἐπὶ διαταγῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16· μηδένα καιρὸν μηδ’ ὥραν παραλείπων ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων περιγίνεται Δημ. 24, 25, κτλ.· ― Παθητ., τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, ἐλλείψεις, Πλάτ. Πολ. 401Ε, πρβλ. Νόμ. 772C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 8· εἴ τις παραλείπεται [[[πρόσοδος]]], ἂν τὸ εἰσόδημα δὲν [[εἶναι]] ἀρκετόν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 4, 8· ― τὰ παραλειπόμενα (ἐξυπακ. βιβλία) = τὰ βιβλία τῶν Χρονικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἴδε Schleusner Lex. 3) [[παρέρχομαι]], δὲν [[λέγω]] τι, παρασιωπῶ, Εὐρ. Ἑλ. 773, Ἀνδοκ. 2. 16, Θουκ. 2. 51, Πλάτ. Συμπ. 188Ε, κ. ἀλλ.· μυρία [[τοίνυν]] ἕτερ’ εἰπεῖν ἔχων… [[παραλείπω]] Δημ. 273. 15· π. [[περί]] τινος Διόδ. 5. 26· [[πλείω]] τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 219Β, πρβλ. 130Β. 4) ἀπολ., [[κάμνω]] παράλειψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 5. 5) παύομαι πράττων τι, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ἀθήν. 234Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> παραλέλοιπα, <i>pf. Pass.</i> παραλέλειμμαι;<br />laisser de côté :<br /><b>1</b> négliger;<br /><b>2</b> se dispenser de, acc.;<br /><b>3</b> omettre dans un récit, dans un discours, acc.;<br /><b>4</b> abandonner, concéder : λόγον τινί ESCHN à qqn le temps de parler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. παραλεί-ψω X.HG4.6.4 : pf.
A -λέλοιπα Isoc.4.171 :—Pass., pf. -λέλειμμαι ib.74 :—leave on one side, leave remaining, Il.cc. :— Pass., ὅσα παρελέλειπτο Th.3.26 ; τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται is reserved for enemies, D.21.118. II leave to another, λόγον τινὶ π. leave him time for speaking, οὐδενὶ τῶν ἄλλων -λιπὼν λόγον Aeschin.3.71 ; permit, allow, π. τινὶ ποιεῖν τι Plu.Arat.28. III leave on one side, pass over, in an invitation, in a will, etc., τινα Ar.Ec.1145, Lys.31.21, etc. ; τὸ πρὸς ἀλλήλους ἀγωνίζεσθαι D.18.16 ; as dogs a hare, X. Cyn.3.6, etc. 2 neglect, E.Tr.43, Ar.Ra.1494, Av.456 (Pass.) ; τι τῶν τεταγμένων X.Cyr.8.6.16 ; opportunities, duties, etc., D.2.23, PHib.1.82.21 (iii B. C.), etc. :—Pass., τὰ παραλειπόμενα omissions, deficiencies, Pl.R.401e, cf.Lg.772c, Arist.Pol.1329b34 ; εἴ τις παραλείπεται [πρόσοδος] if the revenue is insufficient, Id.Rh.1359b25, cf. X. Mem.3.6.5. 3 pass over, leave untold, omit, E.Hel.773, And.1.8, Pl.Smp.188e, al. ; πολλὰ -λιπόντι ἀτοπίας Th.2.51 ; μυρία τοίνυν ἕτερ' εἰπεῖν ἔχων . . παραλείπω D.18.138 ; περί τινος π. D.S.5.26 ; πλείω τὰ παραλελειμμένα τῶν εὶρημένων Isoc.10.67, 6.68 ; omit from a schedule, Lys. 17.4 ; τὰ παραλειπόμενα events omitted from the Books of Kings, title of the Books of Chronicles : abs., make an omission, Arist.EN1137b21. 4 cease doing, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ath. 6.234b.
German (Pape)
[Seite 487] (s. λείπω), vorbei lassen, unbeachtet lassen, übergehen; μή τι παραλείπωμεν τῶν ἀγαθῶν, Plat. Euthyd. 279 c; Ar. Eccl. 1145 Av. 456; vernachlässigen, τὸ τοῦ θεοῦ τε παραλιπὼν τό τ' εὐσεβές, Eur. Troad. 43; auslassen, nicht miterzählen, παραλείψω ταῦτα, Dem. 2, 4, öfter; Thuc. 2, 51; Xen. Cyr. 5, 3, 36.
Greek (Liddell-Scott)
παραλείπω: μέλλ. -ψω· πρκμ. -λέλοιπα Ἰσοκρ. 76D. ― Παθ., πρκμ. -λέλειπται ὁ αὐτ. Ὡς καὶ νῦν, ἀφίνω κατὰ μέρος, ἀφίνω ὀπίσω, Θουκ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 4· ― τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται (ὡς τὸ ὑπολ-), Δημ. 553. 4. ΙΙ. ἀφίνω εἰς ἕτερον, λόγον τινὶ π., ἀφίνω εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ, Αἰσχίν. 63 ἐν τέλ.· ἐπιτρέπω, ἀφίνω, π. τινι ποιεῖν τι Πλουτ. Ἄρατ. 28. ΙΙΙ. παραλείπω, δὲν λαμβάνω ὑπ’ ὄψει, παρέρχομαι, Λατ. praetermitto, omitto, ἐν προσκλήσει, ἐν διαθήκῃ, κτλ., τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1154, Λυσίας 188. 41, κτλ.· ὡς οἱ κύνες τὸν λαγωόν, Ξεν. Κυν. 3, 6, κτλ. 2) παραμελῶ, Εὐρ. Τρῳ 43, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1194, Ὄρν. 456· ἐπὶ διαταγῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16· μηδένα καιρὸν μηδ’ ὥραν παραλείπων ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων περιγίνεται Δημ. 24, 25, κτλ.· ― Παθητ., τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, ἐλλείψεις, Πλάτ. Πολ. 401Ε, πρβλ. Νόμ. 772C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 8· εἴ τις παραλείπεται [[[πρόσοδος]]], ἂν τὸ εἰσόδημα δὲν εἶναι ἀρκετόν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 4, 8· ― τὰ παραλειπόμενα (ἐξυπακ. βιβλία) = τὰ βιβλία τῶν Χρονικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἴδε Schleusner Lex. 3) παρέρχομαι, δὲν λέγω τι, παρασιωπῶ, Εὐρ. Ἑλ. 773, Ἀνδοκ. 2. 16, Θουκ. 2. 51, Πλάτ. Συμπ. 188Ε, κ. ἀλλ.· μυρία τοίνυν ἕτερ’ εἰπεῖν ἔχων… παραλείπω Δημ. 273. 15· π. περί τινος Διόδ. 5. 26· πλείω τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 219Β, πρβλ. 130Β. 4) ἀπολ., κάμνω παράλειψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 5. 5) παύομαι πράττων τι, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ἀθήν. 234Α.
French (Bailly abrégé)
pf. παραλέλοιπα, pf. Pass. παραλέλειμμαι;
laisser de côté :
1 négliger;
2 se dispenser de, acc.;
3 omettre dans un récit, dans un discours, acc.;
4 abandonner, concéder : λόγον τινί ESCHN à qqn le temps de parler.
Étymologie: παρά, λείπω.