ἐρίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίζω''': Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρίζοντι Πινδ. Ν. 5. 72· Ἐπικ. ἀπαρ. ἐριζέμεναι, -έμεν Ἰλ. Φ. 185, Ψ. 404, Δωρ. [[ἐρίσδεν]] Θεόκρ. 6. 5: παρατ. ἤριζον Δημ. 113. 20. Ἐπικ. ἔριζον Ἰλ. Β. 555, Ἰων. ἐρίζεσκον Ὀδ. Θ. 225: μέλλ. ἐρίσω (δι-) Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 127. Δωρ. ἐρίξω, Πίνδ. ἐν Εὐστ. Πονηματ. 56. 94: Ἐπικ. ἀόρ. ἤρῐσα Ἡσ. Θ. 928, Λυσ. 194. 33, ποιητ. ἔρισα Πινδ. Ι. 8 (7). 60· Ἐπικ. εὐκτ. ἐρίσσειε Ὅμ., ἴδε κατωτ.· Δωρ. ἤριξα Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 26: - πρκμ. ἤρικα Πολύβ. 3. 91, 7: - Μέσ., Ἐπικ. παρατ. ἐρέζετο Ἡσ. Θ. 534: Ἐπικ. ἀορ. ὑποτ. ἐρίσσεται (ἀντὶ ἐρίσηται) Ὀδ. Δ. 80. - Παθ., Ἐπικ. πρκμ. ἐρήρισμαι (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), ἴδε κατωτ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἐρέθω, ἐρεθίζω). Μάχομαι, φιλονεικῶ, μαλλώνω, συνήθως ἐπὶ λογομαχιῶν, τινί, [[πρός]] τινα, Ἰλ. Α. 6. κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀλλήλοις Ὀδ. Σ. 277, Πλάτ.· [[ἀντιβίην]] τινὶ Ἰλ. Α. 277· [[ἀντία]] τινὶ Πινδ. Π. 4. 507· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 162, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Πλάτ. Πολ. 395D· ὗς ποτ’ Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Θεόκρ. 5. 23· [[περί]] τινος Ἰλ. Μ. 423, κ. ἀλλ.: - ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐρ. [[ὅστις]] [[ἀρείων]] Θεόκρ. 5. 67· [[ὁπότερος]] γενναιότερος Πλάτ. Λύσ. 207C: -- ἀπόλ. παρὰ Πλάτ. ἐπὶ σοφιστικῶν φιλονεικιῶν, ἀντίθ. τῷ διαλέγεσθαι, Πολ. 454Α, πρβλ. Πρωτ. 337Β. 2) [[ἀνταγωνίζομαι]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, εἶμαι ἀντίπαλός τινος, οὐκ ἄν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]] Ἰλ. Γ. 223· ἐπεί σφισιν οὕ τις ἔριζεν Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξεν. Κυν. 1. 12: - μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἀνταγωνίζομαι]], εἶμαι [[ἀντίπαλος]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα ἔν τινι πράγματι, οὐδ’ εἰ... Ἀφροδίτῃ [[κάλλος]] ἐρίζοι Ἰλ. Ι. 389, πρβλ. Ὀδ. Ε. 213, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 5: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., δρηστοσύνῃ οὐκ ἂν μοι ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]]. «τῇ ἐν τῇ διακονίᾳ ἐνεργείᾳ» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 321· οὕτω παρ’ Ἀττ., γνώμῃ ἐρ. τινὶ Λυσ. 194. 34· [[ὡσαύτως]] ἐρίζητον (Ἐπικ. ἀντὶ -ετον) περὶ ἴσης Ἰλ. Μ. 423· ἐρίσσειαν περὶ μύθων Ο. 284· ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Ὀδ. Θ. 225, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 49· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Ὀδ. Σ. 38· ἶσα δὲ πίνειν [[οὔτις]] οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Φάλαικος παρ’ Ἀθην. 440Ε. 3) ἀπολ., [[δύναμαι]] ν’ ἀγωνισθῶ, νὰ ἔλθω εἰς ἅμιλλαν [[πρός]] τινα, [[Νέστωρ]] οἷος ἔριζεν, «ἐξισοῦτο» (Σχολ.) Ἰλ. Β. 555. ΙΙ. ὁ Ὅμ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὸ μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., ᾧ τόξῳ οὔ τίς τοι ἐρίζεται Ἰλ. Ε. 172· ἀνδρῶν δ’ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται... κτήμασιν Ὀδ. Δ. 80· [[οὕτως]], ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Ἡσ. Θ. 534· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῷ οὔ τις [[ἐρήρισται]] [[κράτος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 53, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 155, Ι. 4. 49 (3. 47).
|lstext='''ἐρίζω''': Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρίζοντι Πινδ. Ν. 5. 72· Ἐπικ. ἀπαρ. ἐριζέμεναι, -έμεν Ἰλ. Φ. 185, Ψ. 404, Δωρ. [[ἐρίσδεν]] Θεόκρ. 6. 5: παρατ. ἤριζον Δημ. 113. 20. Ἐπικ. ἔριζον Ἰλ. Β. 555, Ἰων. ἐρίζεσκον Ὀδ. Θ. 225: μέλλ. ἐρίσω (δι-) Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 127. Δωρ. ἐρίξω, Πίνδ. ἐν Εὐστ. Πονηματ. 56. 94: Ἐπικ. ἀόρ. ἤρῐσα Ἡσ. Θ. 928, Λυσ. 194. 33, ποιητ. ἔρισα Πινδ. Ι. 8 (7). 60· Ἐπικ. εὐκτ. ἐρίσσειε Ὅμ., ἴδε κατωτ.· Δωρ. ἤριξα Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 26: - πρκμ. ἤρικα Πολύβ. 3. 91, 7: - Μέσ., Ἐπικ. παρατ. ἐρέζετο Ἡσ. Θ. 534: Ἐπικ. ἀορ. ὑποτ. ἐρίσσεται (ἀντὶ ἐρίσηται) Ὀδ. Δ. 80. - Παθ., Ἐπικ. πρκμ. ἐρήρισμαι (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), ἴδε κατωτ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἐρέθω, ἐρεθίζω). Μάχομαι, φιλονεικῶ, μαλλώνω, συνήθως ἐπὶ λογομαχιῶν, τινί, [[πρός]] τινα, Ἰλ. Α. 6. κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀλλήλοις Ὀδ. Σ. 277, Πλάτ.· [[ἀντιβίην]] τινὶ Ἰλ. Α. 277· [[ἀντία]] τινὶ Πινδ. Π. 4. 507· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 162, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Πλάτ. Πολ. 395D· ὗς ποτ’ Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Θεόκρ. 5. 23· [[περί]] τινος Ἰλ. Μ. 423, κ. ἀλλ.: - ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐρ. [[ὅστις]] [[ἀρείων]] Θεόκρ. 5. 67· [[ὁπότερος]] γενναιότερος Πλάτ. Λύσ. 207C: -- ἀπόλ. παρὰ Πλάτ. ἐπὶ σοφιστικῶν φιλονεικιῶν, ἀντίθ. τῷ διαλέγεσθαι, Πολ. 454Α, πρβλ. Πρωτ. 337Β. 2) [[ἀνταγωνίζομαι]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, εἶμαι ἀντίπαλός τινος, οὐκ ἄν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]] Ἰλ. Γ. 223· ἐπεί σφισιν οὕ τις ἔριζεν Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξεν. Κυν. 1. 12: - μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἀνταγωνίζομαι]], εἶμαι [[ἀντίπαλος]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα ἔν τινι πράγματι, οὐδ’ εἰ... Ἀφροδίτῃ [[κάλλος]] ἐρίζοι Ἰλ. Ι. 389, πρβλ. Ὀδ. Ε. 213, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 5: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., δρηστοσύνῃ οὐκ ἂν μοι ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]]. «τῇ ἐν τῇ διακονίᾳ ἐνεργείᾳ» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 321· οὕτω παρ’ Ἀττ., γνώμῃ ἐρ. τινὶ Λυσ. 194. 34· [[ὡσαύτως]] ἐρίζητον (Ἐπικ. ἀντὶ -ετον) περὶ ἴσης Ἰλ. Μ. 423· ἐρίσσειαν περὶ μύθων Ο. 284· ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Ὀδ. Θ. 225, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 49· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Ὀδ. Σ. 38· ἶσα δὲ πίνειν [[οὔτις]] οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Φάλαικος παρ’ Ἀθην. 440Ε. 3) ἀπολ., [[δύναμαι]] ν’ ἀγωνισθῶ, νὰ ἔλθω εἰς ἅμιλλαν [[πρός]] τινα, [[Νέστωρ]] οἷος ἔριζεν, «ἐξισοῦτο» (Σχολ.) Ἰλ. Β. 555. ΙΙ. ὁ Ὅμ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὸ μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., ᾧ τόξῳ οὔ τίς τοι ἐρίζεται Ἰλ. Ε. 172· ἀνδρῶν δ’ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται... κτήμασιν Ὀδ. Δ. 80· [[οὕτως]], ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Ἡσ. Θ. 534· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῷ οὔ τις [[ἐρήρισται]] [[κράτος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 53, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 155, Ι. 4. 49 (3. 47).
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἤριζον]], <i>f.</i> ἐρίσω, <i>ao.</i> [[ἤρισα]], <i>pf.</i> [[ἤρικα]] ; <i>pf. Pass.</i> [[ἐρήρισμαι]];<br /><b>1</b> se quereller, être en querelle <i>ou</i> en lutte : τινι, [[πρός]] τινα, avec qqn;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> disputer, lutter, rivaliser (dans un concours, dans une lutte courtoise, <i>etc.</i>) : τινι, [[πρός]] τινα, lutter contre qqn ; τινι [[τι]], τινι [[περί]] τινος, rivaliser avec qqn pour qch ; τινι δρηστοσύνῃ OD lutter d’agilité avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐρίζομαι (<i>f.</i> ἐρίσομαι, <i>ao.</i> ἠρισάμην) lutter, combattre : τινι, avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίζω Medium diacritics: ἐρίζω Low diacritics: ερίζω Capitals: ΕΡΙΖΩ
Transliteration A: erízō Transliteration B: erizō Transliteration C: erizo Beta Code: e)ri/zw

English (LSJ)

Dor. 3pl.

   A ἐρίζοντι Pi.N.5.39 ; Ep. inf. ἐριζέμεναι, -έμεν, Il. 1.277, 23.404 : impf. ἤριζον D.9.11, Dor. ἔρισδον Theoc.6.5, Ep. ἔριζον Il.2.555, Ion. ἐρίζεσκον Od.8.225, Crates Theb.1.3 : fut. ἐρίσω Ev.Matt.12.19, (δι-) App.BC5.127 codd., Dor. ἐρίξω Pi.Fr.II : aor. I ἤρῐσα Hes.Th.928, Lys.2.42, poet. ἔρισα Pi.I.8(7).30, ἔριξα Id.Pae. 6.87 ; Ep. opt. ἐρίσσειε Il.3.223 ; Dor. part. ἐρίξαντες Tab.Heracl.2.26: pf. ἤρῐκα Plb.3.91.7:—Med., Ep. impf. ἐρίζετο Hes.Th.534 : aor. subj. ἐρίσσεται Od.4.80:—Pass., Ep. pf. ἐρήρισμαι (in act. sense), v. infr.: (ἔρις):—strive, wrangle, quarrel, διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6, etc.; τὸ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν S.El.467: c. dat., Hes.Th. 928, Pi.Pae.l.c., etc.; ἀλλήλοις Od.18.277 ; ἀντιβίην τινί Il.1.277 ; ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P1.P.4.285 ; πρὸς θεόν ib.2.88 ; πρός τινα περί τινος Plu.Tim.14 ; ὗς ποτ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Theoc.5.23 ; πρὸς πᾶν τὸ λεγόμενον Hdt.7.50 ; περί τινος about a thing, Il.12.423, al.; περὶ μικρῶν ἀκριβῶς ἐ. Isoc.2.39 : folld. by a relat., ἐ. ὅστις ἀρείων Theoc.5.67 ; ὁπότερος γενναιότερος Pl.Ly.207c : c. inf., contend that.., ἤριζον οἱ πολλοὶ οὐ λυσιτελήσειν τὴν πάροδον D.9.11: abs., of sophistical disputations, opp. διαλέγεσθαι, ἀμφισβητεῖν, Pl.R.454a, Prt.337b, cf. Crates Theb.1.3 ; of political discord, c. dat., Foed. ap. Th.5.79.    2 rival, vie with, challenge, οὐκ ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆΐ γ' ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος Il.3.223 ; ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν Od.8.371 : c. acc. rei, rival or contend with one in a thing, οὐδ' εἰ..Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι Il.9.389, cf. Od.5.213, Hes.Sc.5 : c. dat. rei, δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος in service, Od.15.321 ; ποσί Il.13.325 ; γνώμῃ καὶ πλήθει καὶ ἀρετῇ ἐ. τινί Lys.2.42 ; ἐρίσσειαν περὶ μύθων Il.15.284 ; ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Od.8.225 ; τῷ Δῒ πλούτου πέρι Hdt.5.49 : c. inf., ἐρίζετον ἀλλήλοιιν χερσὶ μαχέσσασθαι Od.18.38 ; ἶσα δὲ πίνειν οὔτις οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Phalaec. ap. Ath.10.440e ; πρὸς θεούς Pl.R.395d ; Νέστωρ οἶος ἔριζε N. alone rivalled (him), Il.2.555, cf. X.Cyn.1.12.    II Med., like Act., ᾧ [τόξῳ] οὔ τίς τοι ἐρίζεται Il.5.172 ; μοι ἐρίσσεται..κτήμασιν Od.4.80 ; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Hes.Th.534, cf. Pi.I.4(3).29 : also in pf. Pass., τῷ οὔ τις ἐρήρισται κράτος Hes.Fr. 195.    2 Pass., ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται there are contests in fleetness of foot, Pi.O.1.95.

German (Pape)

[Seite 1028] (s. ἔρις), dor. ἐρίσδω, fut. ἐρίσω, ep. auch ἐρίσσω, dor. ἐρίξω, perf. p. auch ἐρήρισται, Hes. fr. Clem. Al. strom. p. 602, – 1) streiten, zanken, meist wie ἐριδαίνω vom Wettstreit, u. übh. von feindseliger Gesinnung, τινί; Il. 1, 6, ἀντιβίην τινί, offenbar mit Jem. streiten, 1, 277; περί τινος, über Etwas, 12, 423; ἀντία τινί, Pind. P. 4, 285; τινί, N. 8, 22; auch πρὸς θεόν, P. 2, 88; τὸ γὰρ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν Soph. El. 459, das Gerechte darf nicht Streit erregen; ἐρίζουσιν οἱ διάφοροί τε καὶ οἱ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat-Prot. 337 b, wo ein Unterschied zwischen ἐρίζειν u. ἀμφισβητεῖν gemacht wird; περί τινος, Conv. 173 e; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ διαλέγεσθαι Rep. V, 454 a; πρὸς θεούς III, 395 d; πόλις πόλει Thuc. 5, 79; Folgde; τινὶ γνώμῃ Lys. 3, 42; πρός τινα περί τινος, Plut. Timol. 14. – 2) bes. wettstreiten, wetteifern, τινί, mit Einem, Il. 6, 131, Ἀφροδίτῃ κάλλος, mit der Aphrodite an Schönheit, in Betreff der Schönheit, 9, 389; Od. 5, 213; auch περὶ μύθων, περὶ τόξων, Il. 15, 284 Od. 8, 225; auch ποσί; δρηστοσύνῃ, mit den Füßen, d. i. im Laufe mit Jem. wetteifern, Il. 13, 325 Od. 15, 321; auch c. int., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχέσσασθαι 18, 38; vgl. Phalaec. Ath. X, 440 e; absolut, Νέστωρ οἶος ἔριζε, Nestor allein wetteiferte, that es gleich, nahm es auf, Il. 2, 555; νόον γε μὲν οὔτις ἔριζε Hes. Sc. 5. – Auch in Prosa, τινί, Her. 4, 152; ἐρίζοντες αἱροῦσι τὸ χωρίον, wetteifernd nehmen sie den Platz ein, Xen. An. 4, 7, 12; περί τινος, 1, 2, 8 u. Sp.; ἠρικέναι, Pol. 3, 91, 7; ἔριν πρός τινα, Theocr. 5, 23, vgl. 136. – 3) das med. in der Bdtg des act., wettkämpfen, ᾡ οὔτις τοι ἐρίζεται ἐνθάδε ἀνήρ Il. 5, 172; Od. 4, 80; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι, er wetteiferte an Klugheit mit dem Zeus, Hes. Th. 534; ἵνα ταχυτὰς π οδῶν ἐρίζεται Pind. Ol. 1, 95; τινί, I. 3, 47. Vgl. ἐριδαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίζω: Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρίζοντι Πινδ. Ν. 5. 72· Ἐπικ. ἀπαρ. ἐριζέμεναι, -έμεν Ἰλ. Φ. 185, Ψ. 404, Δωρ. ἐρίσδεν Θεόκρ. 6. 5: παρατ. ἤριζον Δημ. 113. 20. Ἐπικ. ἔριζον Ἰλ. Β. 555, Ἰων. ἐρίζεσκον Ὀδ. Θ. 225: μέλλ. ἐρίσω (δι-) Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 127. Δωρ. ἐρίξω, Πίνδ. ἐν Εὐστ. Πονηματ. 56. 94: Ἐπικ. ἀόρ. ἤρῐσα Ἡσ. Θ. 928, Λυσ. 194. 33, ποιητ. ἔρισα Πινδ. Ι. 8 (7). 60· Ἐπικ. εὐκτ. ἐρίσσειε Ὅμ., ἴδε κατωτ.· Δωρ. ἤριξα Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 26: - πρκμ. ἤρικα Πολύβ. 3. 91, 7: - Μέσ., Ἐπικ. παρατ. ἐρέζετο Ἡσ. Θ. 534: Ἐπικ. ἀορ. ὑποτ. ἐρίσσεται (ἀντὶ ἐρίσηται) Ὀδ. Δ. 80. - Παθ., Ἐπικ. πρκμ. ἐρήρισμαι (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), ἴδε κατωτ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἐρέθω, ἐρεθίζω). Μάχομαι, φιλονεικῶ, μαλλώνω, συνήθως ἐπὶ λογομαχιῶν, τινί, πρός τινα, Ἰλ. Α. 6. κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀλλήλοις Ὀδ. Σ. 277, Πλάτ.· ἀντιβίην τινὶ Ἰλ. Α. 277· ἀντία τινὶ Πινδ. Π. 4. 507· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 162, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Πλάτ. Πολ. 395D· ὗς ποτ’ Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Θεόκρ. 5. 23· περί τινος Ἰλ. Μ. 423, κ. ἀλλ.: - ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐρ. ὅστις ἀρείων Θεόκρ. 5. 67· ὁπότερος γενναιότερος Πλάτ. Λύσ. 207C: -- ἀπόλ. παρὰ Πλάτ. ἐπὶ σοφιστικῶν φιλονεικιῶν, ἀντίθ. τῷ διαλέγεσθαι, Πολ. 454Α, πρβλ. Πρωτ. 337Β. 2) ἀνταγωνίζομαι, ἀνθαμιλλῶμαι πρός τινα, εἶμαι ἀντίπαλός τινος, οὐκ ἄν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος Ἰλ. Γ. 223· ἐπεί σφισιν οὕ τις ἔριζεν Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξεν. Κυν. 1. 12: - μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀνταγωνίζομαι, εἶμαι ἀντίπαλος, ἀνθαμιλλῶμαι πρός τινα ἔν τινι πράγματι, οὐδ’ εἰ... Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι Ἰλ. Ι. 389, πρβλ. Ὀδ. Ε. 213, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 5: - ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., δρηστοσύνῃ οὐκ ἂν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος. «τῇ ἐν τῇ διακονίᾳ ἐνεργείᾳ» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 321· οὕτω παρ’ Ἀττ., γνώμῃ ἐρ. τινὶ Λυσ. 194. 34· ὡσαύτως ἐρίζητον (Ἐπικ. ἀντὶ -ετον) περὶ ἴσης Ἰλ. Μ. 423· ἐρίσσειαν περὶ μύθων Ο. 284· ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Ὀδ. Θ. 225, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 49· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Ὀδ. Σ. 38· ἶσα δὲ πίνειν οὔτις οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Φάλαικος παρ’ Ἀθην. 440Ε. 3) ἀπολ., δύναμαι ν’ ἀγωνισθῶ, νὰ ἔλθω εἰς ἅμιλλαν πρός τινα, Νέστωρ οἷος ἔριζεν, «ἐξισοῦτο» (Σχολ.) Ἰλ. Β. 555. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἐνίοτε μεταχειρίζεται τὸ μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., ᾧ τόξῳ οὔ τίς τοι ἐρίζεται Ἰλ. Ε. 172· ἀνδρῶν δ’ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται... κτήμασιν Ὀδ. Δ. 80· οὕτως, ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Ἡσ. Θ. 534· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῷ οὔ τις ἐρήρισται κράτος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 53, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 155, Ι. 4. 49 (3. 47).

French (Bailly abrégé)

impf. ἤριζον, f. ἐρίσω, ao. ἤρισα, pf. ἤρικα ; pf. Pass. ἐρήρισμαι;
1 se quereller, être en querelle ou en lutte : τινι, πρός τινα, avec qqn;
2 p. ext. disputer, lutter, rivaliser (dans un concours, dans une lutte courtoise, etc.) : τινι, πρός τινα, lutter contre qqn ; τινι τι, τινι περί τινος, rivaliser avec qqn pour qch ; τινι δρηστοσύνῃ OD lutter d’agilité avec qqn;
Moy. ἐρίζομαι (f. ἐρίσομαι, ao. ἠρισάμην) lutter, combattre : τινι, avec qqn.
Étymologie: ἔρις.