νήϊος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήϊος''': -η, -ον, Δωρ. [[νάϊος]], -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. [[δάϊος]], [[γάϊος]]) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· [[ὡσαύτως]] ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· ([[ναῦς]])· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[πλοῖον]], [[δόρυ]] νήϊον, «[[ξύλον]] πρὸς κατασκευὴν [[νηῶν]] ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δόρυ]], Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· [[ὡσαύτως]] ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· [[στόλος]] [[νάϊος]] [[αὐτόθι]] 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα [[ἀπήνη]], νάϊον [[ὄχημα]], [[πλοῖον]], Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410. | |lstext='''νήϊος''': -η, -ον, Δωρ. [[νάϊος]], -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. [[δάϊος]], [[γάϊος]]) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· [[ὡσαύτως]] ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· ([[ναῦς]])· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[πλοῖον]], [[δόρυ]] νήϊον, «[[ξύλον]] πρὸς κατασκευὴν [[νηῶν]] ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δόρυ]], Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· [[ὡσαύτως]] ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· [[στόλος]] [[νάϊος]] [[αὐτόθι]] 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα [[ἀπήνη]], νάϊον [[ὄχημα]], [[πλοῖον]], Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> naval, nautique;<br /><b>2</b> propre à la construction d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον, Dor. νάϊος, α, ον (as always in Trag., cf. δάϊος, γάϊος), also ος, ον A.Pers.279,336: (ναῦς):—
A of or for a ship, δόρυ ν. ship-timber, Od.9.384, etc.: without δόρυ, Il.3.62, 13.391; ν. ξύλα Hes.Op.808; ν. δοῦρα A.R.2.79; νήϊα alone, oars, Nic.Th.814; ἄνδρες νάϊοι A.Supp.719; στόλος νάϊος the ship's course, ib.2 (anap.); ναΐοισιν ἐμβολαῖς Id.Pers.ll.cc.; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, i.e. the seamen, S.Aj.357 (lyr.); ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, i.e. a ship, E.Med. 1122, IT409 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 251] auch 2 Endgn, zum Schiffe gehörig; δόρυ νήϊον, ein zum Schiffbau brauchbarer Balken, Schiffsbauholz, Il. 3, 62. 15, 410 Od. 9, 384; auch ohne δόρυ, Il. 13, 391. 16, 487; νήϊα ξύλα, Hes. O. 810; νήϊα, Ruder, Nic. Th. 814; ἄνδρες νήϊοι, Schiffer, Aesch. Suppl. 700; ναΐοισιν ἐμβολαῖς, Pers. 271; στόλον νάϊον, der Zug der Schiffe, Suppl. 2. Vgl. νάϊος u. s. Lob. zu Phryn. 432.
Greek (Liddell-Scott)
νήϊος: -η, -ον, Δωρ. νάϊος, -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. δάϊος, γάϊος) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· ὡσαύτως ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· (ναῦς)· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλοῖον, δόρυ νήϊον, «ξύλον πρὸς κατασκευὴν νηῶν ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· ὡσαύτως δόρυ, Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· ὡσαύτως ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· στόλος νάϊος αὐτόθι 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, πλοῖον, Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 naval, nautique;
2 propre à la construction d’un navire.
Étymologie: ναῦς.