αὐθάδης: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐθάδης''': [ᾱ], ες, ([[ἥδομαι]]) [[φίλαυτος]], [[αὐθαίρετος]], [[ἐπίμονος]], [[θρασύς]], [[ὑπερόπτης]], [[ὑπέρφρων]], [[ἰσχυρογνώμων]], ὁ μὲν γὰρ μηδὲν πρὸς ἕτερον ζῶν, ἀλλὰ καταφρονητικὸς [[αὐθάδης]] Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 3. 7· [[ἔσαν]] τε αὐθαδέστεροι Ἡρόδ. 92, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Θεοφρ. Χαρ. 15· αὐθάδη φρονῶν Αἰσχύλ. Πρ. 908· ἐπὶ κυνός, Ξεν. Κυν. 6. 25. Καθ’ Ἡσύχ. «[[αὐθάδης]]· [[ὑπερήφανος]], [[θυμώδης]], [[παράνομος]], [[αὐτάρεσκος]]». 2) μεταφ. ἐπὶ πραγμάτων, [[σκληρός]], [[ἀνάλγητος]], σφηνὸς γνάθος [[αὐθάδης]] Αἰσχύλ. Πρ. 64· πρβλ. [[ἀναιδής]]. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1020 (κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμ. (171, 40) [[ὅμως]] αὐθάδως)· συγκρ. -έστερον Πλάτ. Ἀπολ. 34C. ΙΙ. ὁ Ἰων. [[τύπος]] ἦτο [[αὐτώδης]], ὃ ἴθε. | |lstext='''αὐθάδης''': [ᾱ], ες, ([[ἥδομαι]]) [[φίλαυτος]], [[αὐθαίρετος]], [[ἐπίμονος]], [[θρασύς]], [[ὑπερόπτης]], [[ὑπέρφρων]], [[ἰσχυρογνώμων]], ὁ μὲν γὰρ μηδὲν πρὸς ἕτερον ζῶν, ἀλλὰ καταφρονητικὸς [[αὐθάδης]] Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 3. 7· [[ἔσαν]] τε αὐθαδέστεροι Ἡρόδ. 92, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Θεοφρ. Χαρ. 15· αὐθάδη φρονῶν Αἰσχύλ. Πρ. 908· ἐπὶ κυνός, Ξεν. Κυν. 6. 25. Καθ’ Ἡσύχ. «[[αὐθάδης]]· [[ὑπερήφανος]], [[θυμώδης]], [[παράνομος]], [[αὐτάρεσκος]]». 2) μεταφ. ἐπὶ πραγμάτων, [[σκληρός]], [[ἀνάλγητος]], σφηνὸς γνάθος [[αὐθάδης]] Αἰσχύλ. Πρ. 64· πρβλ. [[ἀναιδής]]. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1020 (κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμ. (171, 40) [[ὅμως]] αὐθάδως)· συγκρ. -έστερον Πλάτ. Ἀπολ. 34C. ΙΙ. ὁ Ἰων. [[τύπος]] ἦτο [[αὐτώδης]], ὃ ἴθε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, <i>neutre</i> αὔθαδες;<br /><b>1</b> qui se complaît en soi, suffisant, présomptueux ; arrogant;<br /><b>2</b> dur, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], R. Ἁδ plaire ; cf. ἀνδάνω, [[ἥδομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A self-willed, stubborn, ἦσάν τε αὐθαδέστεροι Hdt.6.92; τὰς ὀργὰς αὐ. Hp.Aër.24, cf. Arist.Rh.1367a37; surly, Thphr.Char. 15.1; αὐθάδη φρονῶν A.Pr.907; of a dog, X.Cyn.6.25. 2 metaph. of things, remorseless, σφηνὸς γνάθος αὐ. A.Pr.64. 3 Adv.-δως Ar. Ra.1020, POxy.1242.41: Comp. -έστερον Pl.Ap.34c; cf. αὐτώδης. (From αὐτο-ἁδης, cf. Arist.MM1192b33.)
Greek (Liddell-Scott)
αὐθάδης: [ᾱ], ες, (ἥδομαι) φίλαυτος, αὐθαίρετος, ἐπίμονος, θρασύς, ὑπερόπτης, ὑπέρφρων, ἰσχυρογνώμων, ὁ μὲν γὰρ μηδὲν πρὸς ἕτερον ζῶν, ἀλλὰ καταφρονητικὸς αὐθάδης Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 3. 7· ἔσαν τε αὐθαδέστεροι Ἡρόδ. 92, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Θεοφρ. Χαρ. 15· αὐθάδη φρονῶν Αἰσχύλ. Πρ. 908· ἐπὶ κυνός, Ξεν. Κυν. 6. 25. Καθ’ Ἡσύχ. «αὐθάδης· ὑπερήφανος, θυμώδης, παράνομος, αὐτάρεσκος». 2) μεταφ. ἐπὶ πραγμάτων, σκληρός, ἀνάλγητος, σφηνὸς γνάθος αὐθάδης Αἰσχύλ. Πρ. 64· πρβλ. ἀναιδής. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1020 (κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμ. (171, 40) ὅμως αὐθάδως)· συγκρ. -έστερον Πλάτ. Ἀπολ. 34C. ΙΙ. ὁ Ἰων. τύπος ἦτο αὐτώδης, ὃ ἴθε.
French (Bailly abrégé)
ης, neutre αὔθαδες;
1 qui se complaît en soi, suffisant, présomptueux ; arrogant;
2 dur, cruel.
Étymologie: αὐτός, R. Ἁδ plaire ; cf. ἀνδάνω, ἥδομαι.