θάνατος: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> la mort :<br /><b>1</b> mort naturelle <i>ou</i> autre ; <i>plur. au sens du sg.</i> θανάτοις αὐθένταισι ESCHL par une mort volontaire, par un suicide ; <i>fig.</i> [[θάνατος]] τάδ’ ἀκούειν SOPH c’est une mort d’entendre cela;<br /><b>2</b> peine de mort : περὶ θανάτου διώκειν XÉN poursuivre pour une cause capitale ; θανάτου κρίνεσθαι THC être jugé pour une affaire capitale ; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός THC prononcer contre qqn la peine de mort ; [[θάνατος]] ἡ [[ζημία]] ἐπικεῖται ISOCR la pénalité est la mort ; [[δεῖν]] τὴν ἐπὶ θανάτῳ (<i>s.e.</i> δέσιν) HDT <i>ou</i> καταδεῖν HDT lier qqn pour le mener au supplice;<br /><b>II.</b> <i>plur.</i> [[οἱ]] θάνατοι :<br /><b>1</b> genres de mort;<br /><b>2</b> meurtre de plusieurs personnes <i>ou</i> d’un peuple;<br /><b>3</b> peine de mort.<br />'''Étymologie:''' R. Θαν, mourir ; cf. [[θνῄσκω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> la mort :<br /><b>1</b> mort naturelle <i>ou</i> autre ; <i>plur. au sens du sg.</i> θανάτοις αὐθένταισι ESCHL par une mort volontaire, par un suicide ; <i>fig.</i> [[θάνατος]] τάδ’ ἀκούειν SOPH c’est une mort d’entendre cela;<br /><b>2</b> peine de mort : περὶ θανάτου διώκειν XÉN poursuivre pour une cause capitale ; θανάτου κρίνεσθαι THC être jugé pour une affaire capitale ; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός THC prononcer contre qqn la peine de mort ; [[θάνατος]] ἡ [[ζημία]] ἐπικεῖται ISOCR la pénalité est la mort ; [[δεῖν]] τὴν ἐπὶ θανάτῳ (<i>s.e.</i> δέσιν) HDT <i>ou</i> καταδεῖν HDT lier qqn pour le mener au supplice;<br /><b>II.</b> <i>plur.</i> [[οἱ]] θάνατοι :<br /><b>1</b> genres de mort;<br /><b>2</b> meurtre de plusieurs personnes <i>ou</i> d’un peuple;<br /><b>3</b> peine de mort.<br />'''Étymologie:''' R. Θαν, mourir ; cf. [[θνῄσκω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[death]]; [[θάνατόνδε]], to [[death]], Il. 16.693.—Personified, [[Death]], twinbrother of [[Sleep]], Il. 14.231. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
[θᾰ], ὁ, (θνῄσκω)
A death, whether natural or violent, Hom., etc.; τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον the death threatened by them, Od.15.275; ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ 11.412; θάνατόνδε to death, Il.16.693, 22.297; θανάτου τέλος, μοῖρα, A.Th.906 (lyr.), Pers.917 (anap.), etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς for life and death, Pi.N.9.29; θ. ἢ βίον φέρει S. Aj.802; θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν Id.OC529; θανάτῳ ἴσον πάθος Id.Aj. 215; ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel.201; πόλεώς ἐστι θ., ἀνάστατον γενέσθαι it is its death, Lycurg.61; γῆρας ζῶν θ. Secund.Sent.12; θάνατον ἀποθνῄσκειν, τελευτᾶν, Plu.Crass.25, D.H.4.76. 2 in Law, death-penalty, θάνατον καταγνῶναί τινος to pass sentence of death on one, Th.3.81; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι ib.57; θανάτου κρίνειν X.Cyr.1.2.14, Plb.6.14.6; περὶ θανάτου διώκειν X.HG7.3.6; πρὸς τοὺς ἐχθροὺς . . ἀγωνίσασθαι περὶ θ. D.4.47; θ. τῆς ζημίας ἐπικειμένης the penalty is death, Isoc.8.50; ellipt., παιδίον κεκος μημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. στολήν) Hdt.1.109; τὴν ἐπὶ θ. προσαγαγεῖν τινα Luc.Alex.44; but δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.3.119; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι to go to execution, Id.7.223; ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι Id.3.14; τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου for any penalty short of death, Th.4.54; εὐθύνας εἶναι πλὴν φυγῆς καὶ θανάτου καὶ ἀτιμίας IG12.39.73; εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι short of death or maiming, Aeschin.1.183. 3 pl., θάνατοι kinds of death, Od.12.341; the deaths of several persons, S.OT1200, E.Heracl.628 (both lyr.); poet., of one person, A.Ch.53, S.OT496, El.206 (all lyr.); οὐχ ἑνός, οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Pl.Lg.908e; πολλῶν θ., οὐχ ἑνὸς ἄξιος D.21.21, cf.19.16, Ar.Pl.483, D.H.4.24; δεύτερος θ. *apoc. 2.11, cf. Plu.2.942f; esp. of violent death, θ. αὐθένται A.Ag.1572 (lyr.), cf. Th.879 (lyr.); εἰς θανάτους ἰέναι Pl.R.399b. II as pr. n., Θάνατος Death, Ὕπνῳ . . κασιγνήτῳ Θανάτοιο Il.14.231, cf. S.Aj.854, Ph.797, etc.; μόνος θεῶν γὰρ Θ. οὐ δώρων ἐρᾷ A.Fr.161; ὃν [ἰὸν] τέκετο Θ. S.Tr. 834; character in E.Alc. III corpse, θ. ἀτύμβευτος AP9.439 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1186] ὁ (θανεῖν), der Tod, sowohl der natürliche, als der gewaltsame Todtschlag, Mord, Hom. u. Folgde; οἰκτίστῳ θανάτῳ θανεῖν, des jämmerlichsten Todes sterben, Od. 11, 412 (aber στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνήσκειν Plut. comp. Sull. 4, wie ὀξύν Crass. 25; τὸν ῥᾷστον θάνατον τελευτᾶν D. Hal. 4, 76; a. Sp.); im plur. die Todesarten, πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 12, 341; auch der Tod, Mord von mehreren, μελέους θανάτους εὕροντο Aesch. Spt. 860; θανάτοις αὐθένταισι Ag. 1554; δεσποτῶν θανάτοισι Ch. 52; εἰ σέβεις θανάτους ἀγαθῶν Eur. Heracl. 629; Plat. ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις, Legg. X, 904 e; εἰς τραύματα ἢ εἰς θανάτους ἰόντος Todesgefahren, Rep. III, 399 a; μυρίων ἄξια θανάτων D. Hal. 4, 24; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα θανάτους εἴκοσι Ar. Plut. 483. – Bei den Attikern bes. die gerichtliche Todesstrafe, Hinrichtung, ἀτιμίαις καὶ θανάτοις κολάζειν Plat. Rep. VI, 492 d; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός, die Todesstrafe gegen Einen erkennen, Thuc. u. A.; τὸν παῖδα ἀγόμενον ἐπὶ θανάτῳ Her. 3, 14; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ θανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί; ἡ ἐπὶ θανάτῳ, sc. ζημία, Todesstrafe; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι, einen Proceß haben, wo der Tod die Strafe ist, Thuc. 3, 37; ähnl. κρίνεσθαι τὴν ἐπὶ θανάτῳ, sc. δίκην, Ath. XIII, 590 d; ὑπάγειν τινὰ θανάτου, Einen auf Tod u. Leben anklagen, Xen. Hell. 2, 3, 12. Auch übertr., wie bei uns, θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν, das zu hören ist der Tod, Soph. O. C. 523, vgl. θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσει Ai. 214. – Bei Crinag. 35 (IX, 439), ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον, steht es für Leichnam. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
θάνᾰτος: ὁ, (√ΘΑΝ, θνῄσκω) θάνατος εἴτε φυσικὸς εἴτε βίαιος, Ὅμ., κτλ.· θ. τινος, ὁ θάνατος ὅν τις ἀπειλεῖ, Ὀδ. Ο. 275· ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Λ. 412· θάνατόνδε, εἰς θάνατον, Ἰλ. Π. 693, Χ. 297· θανάτου τέλος Αἰσχύλ. Θήβ. 906· μοῖρα ὁ αὐτ. Πέρσ. 917. κτλ.· θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς, «περὶ ζωῆς καὶ θανάτου», Πίνδ. Ν. 9. 68· θ. ἢ βίον φέρει Σοφ. Αἴ. 802· θάνατος μὲν τάδ’ ἀκούειν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 529, πρβλ. Αἴ. 215· ἀν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν Εὐρ. Ἑλ. 199· πόλεώς ἐστι θ., ἀνάστατον γενέσθαι Λυκοῦργ. 155. 35· θάνατον θνῄσκειν, ἀποθνῄσκειν, ὄλλυσθαι, τελευτᾶν Λοβ. Αἴ. 1008, Παραλ. 515. 2) παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως. θάνατος διὰ καταδίκης τοῦ νόμου, θάνατον καταγιγνώσκω τινός, καταδικάζω τινὰ εἰς θάνατον, Θουκ. 3. 81· θανάτου κρίνομαι, κρίνομαι, δικάζομαι διὰ θάνατον, ὁ αὐτ. 3. 57, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14· ὡσαύτως, περὶ θανάτου διώκειν ὁ αὐτ. Ἑλλην. 7. 5. 6.· πρὸς ἐχθροὺς... ἀγωνίσασθαι περὶ θ. Δημ. 53. 27· θ. ἡ ζημία ἐπίκειται, ἡ ποινὴ εἶνε θάνατος, Ἰσοκρ. 169C· - παρ’ Ἡροδ. ἐλλειπτ., τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος (ἐνν. στολήν) 1. 109· οὕτω, δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (ἐνν. δέσιν) 3. 119· ἀλλά, τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι 7. 223· καί, ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι 3. 14· τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, πᾶσαν τιμωρίαν πλὴν τοῦ θανάτου, Θουκ. 4. 54, πρβλ. ὑπέγγυος· εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι, πλὴν θανάτου καὶ ἀκρωτηριάσεως, Αἰσχίν. 26. 16. 3) πληθ. θάνατοι, εἴδη, τρόποι θανάτου, Ὀδ. Μ. 341· ἢ οἱ θάνατοι πολλῶν προσώπων, Αἰσχύλ. Χο. 53, Σοφ. Ο. Τ. 1200, Εὐρ. Ἡρακλ. 629· ἢ ἑνὸς προσώπου, Σοφ. Ο. Τ. 496, Ἠλ. 206· οὐχ ἑνὸς οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Πλάτ. Νόμ. 908Ε· πολλῶν θανάτων ἄξιος καὶ οὐχ ἑνὸς Δημ. 521. 24, πρβλ. 345. 25, Ἀριστοφ. Πλούτ. 483 - καὶ ἐμφατικῶς ἐπὶ βιαίου θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1572, Θήβ. 877, Πλάτ. Πολ. 399Α. II. ὡς κύριον ὄνομα, Θάνατος, ἀδελφὸς δίδυμος τοῦ Ὕπνου, Ἰλ. Ξ. 231, Π. 672· μόνος θεῶν γὰρ Θ. οὐ δώρων ἐρᾷ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 156· ὂν ἰὸν τέκετο Θ. Σοφ. Ἀποσπ. 834· εἰσαγόμενος εἰς τὴν σκηνὴν ὑπὸ τοῦ Εὐρ. ἐν τῇ Ἀλκήστιδι. III. = νεκρός, πτῶμα, ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον Ἀνθ. Π. 9. 439, πρβλ. Burm. Propert. 2. 13, 22, καὶ ἴδε ἐν λ. φόνος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. la mort :
1 mort naturelle ou autre ; plur. au sens du sg. θανάτοις αὐθένταισι ESCHL par une mort volontaire, par un suicide ; fig. θάνατος τάδ’ ἀκούειν SOPH c’est une mort d’entendre cela;
2 peine de mort : περὶ θανάτου διώκειν XÉN poursuivre pour une cause capitale ; θανάτου κρίνεσθαι THC être jugé pour une affaire capitale ; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός THC prononcer contre qqn la peine de mort ; θάνατος ἡ ζημία ἐπικεῖται ISOCR la pénalité est la mort ; δεῖν τὴν ἐπὶ θανάτῳ (s.e. δέσιν) HDT ou καταδεῖν HDT lier qqn pour le mener au supplice;
II. plur. οἱ θάνατοι :
1 genres de mort;
2 meurtre de plusieurs personnes ou d’un peuple;
3 peine de mort.
Étymologie: R. Θαν, mourir ; cf. θνῄσκω.
English (Autenrieth)
death; θάνατόνδε, to death, Il. 16.693.—Personified, Death, twinbrother of Sleep, Il. 14.231.