χαρίεις: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εσσα, εν ([[χάρις]]), comp. [[χαριέστερος]], [[sup]]. [[χαριέστατος]]: [[full]] of [[grace]], [[graceful]], [[charming]], [[winsome]]; neut. pl. as subst., ‘[[winning]] gifts,’ Od. 8.167. | |auten=εσσα, εν ([[χάρις]]), comp. [[χαριέστερος]], [[sup]]. [[χαριέστατος]]: [[full]] of [[grace]], [[graceful]], [[charming]], [[winsome]]; neut. pl. as subst., ‘[[winning]] gifts,’ Od. 8.167. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 17 August 2017
English (LSJ)
χαρίεσσα (Boeot.
A χαρίϝεττα Mon.Piot2.138 (statuette from Thebes, vii/vi B. C.), χαρίεν (for χάριεν, v. infr. iv): gen. χαρίεντος, dat. -εντι: voc. χαρίει, χαρίεν, acc. to Theodos. Can.1.11, 209 H.: (χάρις):—graceful, beautiful: I in Hom. freq. of the works of men, [πέπλος] χαριέστατος Il.6.90,271; εἵματα 5.905; ἔργα Od. 10.223; φᾶρος 5.231; also, gracious, ἀμοιβή 3.58; ἀοιδή 24.197; τέλος χαριέστερον 9.5; δῶρα χ. acceptable gifts, Il.8.204, Ar.Pl.849; οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦσιν Od.8.167; εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Il.1.39; of the parts of a person, χ. μέτωπον, πρόσωπον, κάρη, 16.798, 18.24, 22.403; μέλεα Archil.12; of a youth, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἥβη Il.24.348 (also -έστατος ἥβη Od.10.279); of persons first in Hes.Th.247; χαρίεσσα δέμας ib.260; ὦ κάλα, ὦ χαρίεσσα Sapph. η 5 App.p.48 Lobel, cf. Alc.46; φυὴν χαριέστερος Tyrt.12.5; σοὶ χάριεν μὲν εἶδος Sapph. η 9 App.p.49 Lobel; once in Trag., σὰν χαρίεσσαν ὥραν E.Fr.453.6 (lyr.); also χαρίεσσα χελιδοῖ Anacr.67: later ζῷα ὀφθῆναι χαρίεντα Luc.Prom.Es3. II in Att., freq. of persons, in relation to qualities of mind, elegant, accomplished, χ. ἦσαν οἱ Λακωνικοί Ar.Lys.1226; οἱ χαριέστατοι men of taste, Isoc.12.8, Arist.Metaph.1060a25, cf. Pl.R.605b (Comp.); οἱ χ. Arist.Pol.1297b9, Phld.Mort.31; opp. οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, Arist.EN1095b22, cf. Pol.1267a1; τὰ τῶν χ. σκώμματα the wits, Pl.R.452b; χ. καὶ νοῦν ἔχοντες Arist.Pol.1320b7; χαριέστατος τὴν μουσικήν accomplished in... Pl.La.180d; περὶ φιλοσοφίαν Id.Ep. 363c; χ. ποιητής Id.Lg.680c; τῶν ἰατρῶν οἱ χ. Arist.EN1102a21; στρατηγοί D.S.12.33 (Sup.); γεωργός, παιδαγωγός, etc., Plu.2.92b, Cat.Mi.1, etc. 2 of things, graceful, elegant, μέλος, πόνος, Pi.P.5.107, N.3.12, cf. Ar.Pl.145; φιλοσοφία ἐστὶν χαρίεν Pl.Grg.484c, cf. Sph.234b (Comp.); χαρίεντα μὲν γὰρ ᾄδω, χ. δ' οἶδα λέξαι Anacr.45; λόγον λέξαι χαρίεντα Ar.V.1400; βοήθειαι χαριέσταται πρός τι Pl.R.602d; ἐνθύμημα χ. clever, smart, X.An.3.5.12; τὸ ἀστεῖον καὶ χ. Luc.VH1.2; χαρίεντα . . ἐσοφίσω καὶ σοφά Ar.Av.1401; ironical, χαρίεντα πάθοιμ' ἄν I should be nicely off, Id.Ec.794; χαρίεν [ἐστὶ] εἰδέναι it is well to know, Hp.Art.34; χ. οὖν . . λαλεῖν Ar. Ra.1491 (lyr.); δοκεῖ χαριέστερον εἶναι . . λέγειν Pl.Prt.320c; also χαρίεν γάρ, εἰ . . it would be a pretty thing, if . . ! X.Cyr.1.4.13, Luc. JTr.26. 3 rarely of natural objects, θεῶν χ. ἐναύλους Hes. Th. 129; χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Pl.Phdr.229b; πηγὴ χαριεστάτη ib.230b; τὴν Ἰνδῶν λίθον χ. Jul.Or.2.51a. 4 name of a plant, χαρίεν τὸ ἐπονομαζόμενον, τούτου ῥίζαν πρόσθες Hp.Mul.1.78. III Adv. χαριέντως gracefully, elegantly, cleverly; πάνυ χ. ἀποδεδεῖχθαι Pl.Phd.87a, cf. Plt.300b; χ. ἔχων τὸ σῶμα in fine condition, Id.Phd. 80c; δείπνου χ. πεπρυτανευμένου Alex.110.4; χ. εἰπεῖν Pl.R.331a: Comp., ἀνθηρότερον καὶ -έστερον τῶν ἄλλων λέγειν Isoc. 13.18; οἱ -εστέρως λέγοντες Arist.Metaph.1075a26. 2 kindly, courteously, Isoc.5.22. 3 with good intention, χ. μέν, ἀπειροτέρως δὲ ἐπαινεῖν Id.12.37. IV the neut., as Adv., was written proparox. χάριεν in Att., acc. to Hdn.Gr.1.350, A.D.Adv.160.22, etc., but no example is quoted; neut. as Adj. is proparox. acc. to Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρίεις: χαρίεσσα, χαρίεν (περὶ τοῦ χάριεν, ἴδε κατωτέρω IV)· γεν. χαρίεντος, δοτ. -εντι· κλητ., κατὰ Α. Β. 981, χαρίει καὶ χαρίεν· (χάρις)· - ὡς καὶ νῦν, πλήρης χαρίτων, ἐπίχαρις κομψός, εὔμορφος, κοινῶς «χαριτωμένος». Ι. παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων, [[[πέπλος]] [χαριέστατος Ἰλ. Ζ. 90, 271· εἴματα Ε. 905· ἔργα Ὀδ. Κ. 223· φᾶρος Ε. 231· ὡσαύτως ἐπὶ πράξεων, ἀμοιβὴ Ε. 58· ἀοιδὴ Ω. 197· τέλος χαριέστερον Ι. 5· ὡσαύτως, χ. δῶρα, πλήρη χαρίτων, Ἰλ. Θ. 204· οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦδιν Ὀδ. Θ. 167· καὶ εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, χ. μέτωπον, πρόσωπον, κάρη Π. 798, Σ. 24, Χ. 403· καὶ οὕτως ἐπὶ νεανίου, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἤβη Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 309B· - ἐπὶ προσώπων καθόλου, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θεογ. 246, 260, εἰς δήλωσιν γυναικείας χάριτος καὶ καλλονῆς· ἐπὶ ἀνδρός, φυὴν χαριέστερος Τυρταῖος 9. 5, πρβλ. Σιμωνίδ. 116 καὶ οὕτω, σὰν χαρίεσσαν ὥραν Εὐρ. Ἀποσπ. 462, 5 (λυρ.), ἔνθα κατὰ πρῶτον φαίνεται παρ’ Ἀττ. ἡ λέξις. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. χαρίεις συχνάκις ἐλέγετο ἐπὶ προσώπων ἐν σχέσει πρὸς τὰς ἀρετὰς τοῦ πνεύματος, ἐπίχαρις, λεπτός, πεπαιδευμένος, εὐφυής, ὥστε κατέστη σύνηθες ἀντὶ τοῦ σοφός, ὡς τὸ Λατ. venustus, festivus, lepidus, scitus, χ., ἦσαν οἱ Λακωνικοὶ Ἀριστοφ. Λυσ. 1226· οἱ χαρίεντες, ἄνθρωποι ἀνεπτυγμένοι, τυχόντες σπουδαίας ἀνατροφῆς, Ἰσοκρ. 231C, Πλάτ. Πολ. 452B, 605B· ἐν αντιθέσει πρὸς τὸ, οἱ πολλοί, οἱ φορτικοί, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 4, Πολιτικ. 2. 7, 10· οἱ χ. καὶ νοῦν ἔχοντες αὐτόθι 6. 5, 10· - χ. τι, πεπαιδευμένος, ἠσκημένος εἴς τι, Πλάτ. Λάχ. 180D· περί τι Πλάτ. Ἐπιστ. 363C· χ. ποιητὴς Πλάτ. Νόμ. 680C· οἱ χ. τῶν ἰατρῶν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 7· στρατηγὸς Διόδ. 12. 33· γεωργός, παιδαγωγὸς Πλούτ. κλπ.· - βραδύτερον, ζῷα ὀφθῆναι χαρίεντα Λουκ. Προμ. 3. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, πλήρης χάριτος, κομψός, Ἀριστοφ. Πλ. 145, 849, Πλάτ. Γοργ. 484C, Σοφ. 234B, κ. ἀλλ.· χαρίεντα μὲν γὰρ ᾄδω, χ. δ’ οἶδα λέξαι Ἀνακρ. 44· λόγον λέξαι χαρίεντα Ἀριστοφ. Σφ. 1400· χαριέσταται βοήθειαι πρός τι Πλάτ. Πολ. 602D· ἐνθύμημα χ., εὐφυές, ἐμφαῖνον γοργότητα νοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 12· τὸ ἀστεῖον καὶ χ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2· χαρίεντα σοφίζεσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1401· ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας, χαρίεντα πάθοιμ’ ἄν, εἰ μὴ ..., θὰ ἐπάθαινα νόστιμα πράγματα, ἐὰν δέν ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 794· χαρίεν [ἐστὶ] εἰδέναι, εἶναι καλὸν νὰ γινώσκῃ τις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 800· χ. οὖν ... λαλεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1491, δοκεῖ χαριέστερον εἶναι ... λέγειν Πλάτ. Πρωτ. 320C· καὶ εἰρωνικῶς, χαρίεν γὰρ, εἰ ..., «νόστιμον θὰ ἦτο» ἐὰν ..., Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4. 13, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 26. 3) ὡσαύτως ἐπὶ φυσικῶν πραγμάτων χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Πλάτ. Φαῖδρος 229B· πηγὴ χαριεστάτη αὐτόθι 230B, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 129. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. χαριέντως, ἐπιχαρίτως, μετὰ χάριτος, κομψῶς, εὐφυῶς, δεξιῶς, κακῶς, χ. ἔχειν τὸ σῶμα, ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· πάνυ χ. ἀποδέδεικται αὐτόθι 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου χαριέντως πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C. IV. τὸ οὐδ. ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ. παρ’ Ἀττ. καὶ μόνον τότε ἐγράφετο ὡς προπαροξύτ. χάριεν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 798, Α. Β. 570, Ἐτυμ. Μέγ. 358, Εὐστ. 1088. 7, κλπ.· ὅθεν ὁ Βεκκῆρ καὶ ἄλλοι ἐκδόται διώρθωσαν χάριεν ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 145, Πλάτ. Πολ. 426A, Εὐθύδ. 303E, κτλ. Ὁ γνησίως Ἀττ. τύπος θὰ ἦτο χαριής, κατὰ τὸ ὑγιής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ συγκριτ. καὶ ὑπερθ. χαριέστερος, -έστατος· ἀλλὰ ταχέως ἐπεκράτησεν ὁ Αἰολ. καὶ Βοιωτ. τύπος χαρίεις, ἐν ᾧ ὁ τύπος ὑγίεις μένει ὡς σπάνιος ποιητικὸς τύπος).
French (Bailly abrégé)
ίεσσα, ίεν;
att. au sens adv. χάριεν;
I. qui plaît, d’où
1 gracieux, aimable ; ironiq. χαρίεν γὰρ εἴ XÉN en effet ce serait une jolie chose, si…, etc.
2 plaisant, singulier : τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ ἱπποκόμου χαρίεν PLUT le mot du palefrenier était plaisant ; χαρίεν λέγειν, dire qch de plaisant;
II. chez les Att. qui a bonne grâce :
1 qui est de bon goût, de bon ton ; τὸ ἀστεῖον καὶ χαρίεν LUC l’esprit et le bon goût;
2 qui a bonne grâce à faire qch ; qui s’entend à, habile connaisseur : χαρίεις ἐπί τινος ISOCR habile en qch ; χαρίεις γεωργός PLUT habile cultivateur ; χαρίεις παιδαγωγός PLUT habile précepteur;
Cp. χαριέστερος, Sp. χαριέστατος.
Étymologie: χάρις.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (χάρις), comp. χαριέστερος, sup. χαριέστατος: full of grace, graceful, charming, winsome; neut. pl. as subst., ‘winning gifts,’ Od. 8.167.