προπίνω: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(SL_2) |
(eksahir) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>προπῑνω</b> <br /> <b>1</b> [[offer]] a [[toast]] (in [[welcome]]) φιάλαν ὡς εἴ [[τις]] δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων [[οἴκοθεν]] [[οἴκαδε]] (O. 7.4) | |sltr=<b>προπῑνω</b> <br /> <b>1</b> [[offer]] a [[toast]] (in [[welcome]]) φιάλαν ὡς εἴ [[τις]] δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων [[οἴκοθεν]] [[οἴκαδε]] (O. 7.4) | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[hacer previamente una ofrenda]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 22 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], impf. προὔπῑνον: fut. προπίομαι: aor. προὔπῐον: pf. προπέπωκα:—
A drink before or first, opp. μεταπίνω, Hp.Acut.56 (Pass.), Thphr.Od.48 (Pass.), Luc.Sat.18, Ath.4.156e. 2 take a snack before dinner, Mart.5.78.3. 3 drink up, drain dry, ὅκως ἄμυστιν προπίω Anacr.63.3: metaph., ψυχὰν τὰν ἐν ἐμοὶ π. drink it in, AP5.170 (Mel.):—Pass., ἡ προποθεῖσα κύλιξ Call.Epigr.37. II drink to another, i.e. to his health, pledge him (cf. Ath.5.193a, 10.432d), φιάλαν . . δωρήσεται . . γαμβρῷ π. Pi.O.7.4; ᾧ προπιεῖν ἐθέλει Critias Fr.6.8 D., cf. 33 D.; π. σοι X.An.7.3.26; also π. φιλοτησίας τινί D. 19.128, cf. Alex.291; προπινομένη ποίησις Dionys.Eleg.1. 2 make a present of the cup to the person pledged, [ἔκπωμα χρυσοῦν] σοι μεστὸν ἀκράτου προπίομαι Plu.Alex.39; τὰ ἐκπώματα . . ἐμπιμπλὰς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο X.Cyr.8.3.35, cf. Sch.Pi.l.c.: hence, 3 simply, give freely, make a present of, Anacr.66; ἄλλα τε πολλὰ... καὶ ἐκπώματ' ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ προὔπινεν αὐτοῖς D.19.139; π. τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ make liberty a drinking-present to Philip, give it carelessly to him, Id.18.296; sacrifice one's friends, A.Fr. 131 (anap.), E.Rh.405, PLond.3.887.5 (iii B.C.); τούτῳ προέπιεν ὁ βασιλεὺς κώμην τινά Steph.Com.1.1; π. αὐτοῖς τὰς πατρίδας Plu.Arat. 14; αὐτῇ πέντε καὶ εἴκοσι μυριάδας ἀργυρίου Id.Galb.17; π. σοὶ ἄνδρα Ἕλληνα Philostr.VA3.28: c. gen. pretii, προπέποται τῆς παραυτίχ' ἡδονῆς καὶ χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα the interests of the state have been sacrificed for mere present pleasure, D.3.22, cf. App.BC2.143 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 740] (s. πίνω), Einem vortrinken, wie man zu thun pflegte, wenn man einem Freunde den Becher kredenzte; so bes. trank der Vater dem erwählten Schwiegersohne den Becher zu u. schenkte ihm diesen zugleich, φιάλαν προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε, Pind. Ol. 7, 4; vgl. Arist. bei Ath. XIII, 576; übh. Einem Etwas zutrinken, es ihm beim Trunke schenken, Ἕλλησιν ἡμᾶς προὖπιες, Eur. Rhes. 405; Damoxen. bei Ath. XI, 469 a; Xen. An. 7, 3, 26 Cyr. 8, 3, 15; dah. übh. darreichen, preisgeben, auch verrathen, τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, Dem. 18, 296, mit dem Nebenbegriff »durch Trinkgelage u. Geschenke bestochen, die Freiheit des Staates dem Philipp verrathen u. verkaufen«; vgl. προπέποται τῆς αὐτίκα ἡδονῆς καὶ χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα, 3, 22, das Wohl des Staates ist um augenblickliche Luft u. Gunst verrathen; τὴν νεότητα προπεπωκώς, Poll. 6, 127. – Bei Anacr. 14, 29. 17, 4 auch = dem simplex; – vorhertrinken, Luc. paras. 59.
Greek (Liddell-Scott)
προπίνω: παρατ. προὔπῑνον· μέλλ. προπίομαι· ἀόρ. προὔπιον· πρκμ. προπέπωκα. Πίνω πρότερον ἢ πρῶτος, ἀντίθετον τῷ μεταπίνω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Ἀθήν. 156Ε· πρ. τινός, πίνω πρὸ ἄλλου, Λουκ. Κρονοσόλ. 18· ― μεταφρ., εἴθ’ ὑπ’ ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσα ἀπνευστὶ ψυχὰν τὰν ἐν ἐμοὶ προπίοι Ἀνθ. Π. 5. 171. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, προπίνω εἰς ὑγείαν τινός, Λατ. propinare, διότι ἡ ἑλληνικὴ συνήθεια ἦτο νὰ πίνῃ τις πρῶτος, εἶτα δὲ νὰ δίδῃ τὸ ποτήριον εἰς ἐκεῖνον εἰς ὑγείαν τοῦ ὁποίου ἔπιεν, (οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμήρῳ ἴδε Ἀθην. 193Α· οὔτε ἐν Σπάρτῃ ἐγίνοντο προπόσεις, ὁ αὐτ. 432D), ὅκως ἄμυστιν προπίω, ὅπως πίω πρῶτος ἢ εἰς ὑγείαν τινὸς ἀπνευστί, Ἀνακρ. 63· φιάλαν... γαμβρῷ πρ., πίνω εἰς ὑγείαν αὐτοῦ, Πινδ. Ο. 7. 5· προπίνω σοι Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Ἀθήν. 426Α, 434Α, 463Ε· πρ. μεστὸν ἀκράτου τινὶ Πλουτ. Ἀλέξ. 39· ὡσαύτως, πρ. φιλοτησίας τινὶ (ἴδε φιλοτήσιος ΙΙ) Δημ. 380, ἐν τέλ., πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 24· προπινομένη ποίησις Διονύσ. ὁ Χαλκοῦς 1. 2) ἐν εὐωχίαις συνήθεια ἦν νὰ δωρῆταί τις τὸ ποτήριον εἰς τὸν ὑπὲρ οὗ ἐγένετο ἡ πρόποσις, τὰ ἐκπώματα... ἐμπιμπλὰς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Ξεν. Κύρ. 8. 3, 35· τοῦτο ἐγίνετο μάλιστα ὅτε ὁ πατὴρ ἠρραβώνιζε τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα, ἴδε Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Χάρητα παρ’ Ἀθην. 575D· ― ἐντεῦθεν, 3) ἁπλῶς δωροῦμαι, «χαρίζω», ἄλλα τε πολλά..., καὶ ἐκπώματ’ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ προὔπινεν αὐτοῖς Δημ. 384. 13· πρ. τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, χαρίζω τὴν ἐλευθερ. εἰς τὸν Φίλιππον ὡς δῶρον προπόσεως, δηλ. παραδίδω αὐτὴν ἀπερισκέπτως εἰς αὐτόν, Δημ. 324. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Εὐρ. Ρῆσ. 405· τούτῳ προέπιεν ὁ βασιλεὺς κώμην τινὰ Στέφανος ὁ κωμικὸς ἐν «Φιλολάκωνι» 1· πρ. τὰς πατρίδας Πλουτ. Ἄρατ. 14· πέντε καὶ εἴκοσι μυριάδας ἀργυρίου ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 17· μετὰ γεν., τοῦ τιμήματος, προπέποται τῆς αὐτίκα χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα, τὰ συμφέροντα τῆς πολιτείας ἐθυσιάσθησαν ἀντὶ ἁπλῆς προσκαίρου χάριτος, Δημ. 34. 24· Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 143.
French (Bailly abrégé)
impf. προέπινον-προὔπινον, f. προπίομαι, ao.2 προέπιον-προὔπιον, pf. προπέπωκα;
1 boire avant, gén.;
2 boire à la santé de τινί, de qqn ; τινί τι boire qch à la santé de qqn ; p. suite fig. livrer, trahir : τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ DÉM livrer la liberté (de la Grèce) à Philippe, litt. « la lui offrir en buvant » ; en gén. faire présent de, acc..
Étymologie: πρό, πίνω.
English (Slater)
προπῑνω
1 offer a toast (in welcome) φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε (O. 7.4)