πλούσιος: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(strοng)
(T21)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[πλοῦτος]]; [[wealthy]]; [[figuratively]], abounding [[with]]: [[rich]].
|strgr=from [[πλοῦτος]]; [[wealthy]]; [[figuratively]], abounding [[with]]: [[rich]].
}}
{{Thayer
|txtha=πλουσία, [[πλούσιον]] ([[πλοῦτος]]), from [[Hesiod]], Works, 22down, the Sept. for עָשִׁיר, [[rich]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], [[wealthy]], abounding in [[material]] [[resources]]: ὁ [[πλούσιος]], substantively, οἱ πλούσιοι, [[πλούσιος]], [[without]] the [[article]], a [[rich]] Prayer of Manasseh , abounding, [[abundantly]] supplied: followed by ἐν [[with]] a dative of the [[thing]] in [[which]] [[one]] abounds (cf. Winer's Grammar, § 30,8b. [[note]]), ἐν ἐληι, ἐν πίστει, ἐπτώχευσε [[πλούσιος]] ὤν, of Christ, '[[although]] as the [[ἄσαρκος]] [[λόγος]] he [[formerly]] abounded in the [[riches]] of a [[heavenly]] [[condition]], by [[assuming]] [[human]] [[nature]] he entered [[into]] a [[state]] of ([[earthly]]) [[poverty]],' 2 Corinthians 8:9.
}}
}}

Revision as of 18:00, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλούσιος Medium diacritics: πλούσιος Low diacritics: πλούσιος Capitals: ΠΛΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: ploúsios Transliteration B: plousios Transliteration C: ploysios Beta Code: plou/sios

English (LSJ)

Lacon. πλούτιος EM156.20: α, ον: (πλοῦτος):—

   A wealthy, opulent, opp. πένης, πενιχρός, Hes.Op.22, h.Merc.171, Thgn. 621, etc.; πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου S.OT455; ἐμοὶ πένης . . πλουσίου μᾶλλον ξένος E.El.395; μέγα π. Hdt.1.32; πλουσίῳ χαίρειν γένει in his rich and lordly race, S.OT1070: prov., οὐδ' εἰ Μίδου -ώτεροι εἶεν Pl.R. 408b.    2 c. gen. rei, rich in a thing, ὁ δαίμων δ' ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν E.Or.394; π. οὐ χρυσίου, ἀλλ' οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Pl. R.521a; -ώτερος εἰς τὸ γῆρας . . φρονήσεως Id.Plt.261e.    3 c. dat., π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Plu.Cat.Ma.18; εἴκοσι μύξαις π . . . λύχνος Call.Epigr.56; π. ἐν ἐλέει Ep.Eph.2.4.    II of things, σοὶ δὲ π. τράπεζα κείσθω richly furnished, S.El.361; ample, abundant, κτερίσματα E.Tr.1249; ὕδωρ Id.Fr.316.3: Sup., θησαυρὸς ἀνάκειται ὁμοῖα τοῖσι πλουσιωτάτοισι Hdt.3.57. Adv. -ίως, ἱρὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Id.2.44; π. ταφήσεται E.Alc.56; κοίτας . . π. σεσαγμένας Eup.76, cf. Ph.2.400, etc.; νέον π. ἐπικηρυκευόμενον Aristaenet.2.1.

German (Pape)

[Seite 638] reich, begütert; Hes. op. 22; Ggstz πτωχός, Soph. O. R. 455, wie Plat. Theaet. 175 a; πένης, Eur. El. 395, wie Plat. prot. 319 d; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 37 ff.; reich an Etwas, τινός, wie dives opum, κακῶν, Eur. Or. 394; πλουσιώτερος ἀναφανήσει φρονήσεως, Plat. Polit. 261 e; Xen. auch = vornehm. Uebh. reichlich, überflüssig, Sp. – Adv.; πλουσίως θάπτειν, Eur. Alc. 57; Her. 2, 44.

Greek (Liddell-Scott)

πλούσιος: -α, -ον, (πλοῦτος) ὡς καὶ νῦν, ὁ κεκτημένος πολλά, ὁ ἔχων πλοῦτον, ἀντίθετον τῷ πένης, πενιχρός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 22, Θέογν. 621, κτλ., καὶ Ἀττ.· πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου Σοφ. Ο. Τ. 455· ἐμοὶ πένης... πλουσίου μᾶλλον ξένος Εὐρ. Ἠλ. 394· μέγα πλ. Ἡρόδ. 1. 32· πλουσίῳ χαίρειν γένει, ἐπὶ τῇ πλουσίᾳ γενεᾷ του, Σοφ. Ο. Τ. 1070· παροιμ., οὐ δ’ εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν Πλάτ. Πολ. 408Β. 2) μετὰ γεν. πράγμ., πλούσιος εἴς τι πρᾶγμα, Λατ. dives opum, ὁ δαίμων δ’ ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν Εὐρ. Ὀρ. 394· πλ. οὐ χρυσίου, ἀλλ’ οὖ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Πλάτ. Πολ. 521Α· πλουσιώτερος εἰς τὸ γῆρας... φρονήσεως ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 261Ε. 3) ὡσαύτως μετὰ δοτ., πλ. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 10· λύχνος... εἴκοσι μύξαις πλ. Ἀνθ. Π. 6. 148· πλ. ἐν ἐλέει Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σοὶ δὲ πλουσία κείσθω τράπεζα, πολυτελής, Σοφ. Ἠλ. 361, 192· ἄφθονος, κτερίσματα Εὐρ. Τρῳ. 1249· ὕδωρ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 318. Ἐπίρρ. -ίως, Ἡρόδ. 2. 44· πλ. τραφήσεται Εὐρ. Ἄλκ. 56· τὰς κοίτας γ’ ἔχουσι πλουσίως σεσαγμένας Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 riche, opulent ; τινος, τινι riche de qch;
2 p. ext. copieux, abondant;
Cp. πλουσιώτερος.
Étymologie: πλοῦτος.

English (Strong)

from πλοῦτος; wealthy; figuratively, abounding with: rich.

English (Thayer)

πλουσία, πλούσιον (πλοῦτος), from Hesiod, Works, 22down, the Sept. for עָשִׁיר, rich;
a. properly, wealthy, abounding in material resources: ὁ πλούσιος, substantively, οἱ πλούσιοι, πλούσιος, without the article, a rich Prayer of Manasseh , abounding, abundantly supplied: followed by ἐν with a dative of the thing in which one abounds (cf. Winer's Grammar, § 30,8b. note), ἐν ἐληι, ἐν πίστει, ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, of Christ, 'although as the ἄσαρκος λόγος he formerly abounded in the riches of a heavenly condition, by assuming human nature he entered into a state of (earthly) poverty,' 2 Corinthians 8:9.