δημηγορέω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(strοng)
(T22)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from a [[compound]] of [[δῆμος]] and [[ἀγορά]]; to be a [[people]]-gatherer, i.e. to [[address]] a [[public]] [[assembly]]: [[make]] an [[oration]].
|strgr=from a [[compound]] of [[δῆμος]] and [[ἀγορά]]; to be a [[people]]-gatherer, i.e. to [[address]] a [[public]] [[assembly]]: [[make]] an [[oration]].
}}
{{Thayer
|txtha=δημηγόρω: ([[imperfect]] ἐδημηγορουν); (to be a [[δημηγόρος]], from [[δῆμος]] and [[ἀγορεύω]], to [[harangue]] the [[people]]); to [[address]] a [[public]] [[assembly]], [[make]] a [[speech]] to the [[people]]: ἐδημηγόρει [[πρός]] αὐτούς (A. V. made an [[oration]]), [[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Demosthenes]], others. 4 Maccabees 5:15.)
}}
}}

Revision as of 18:06, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηγορέω Medium diacritics: δημηγορέω Low diacritics: δημηγορέω Capitals: ΔΗΜΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: dēmēgoréō Transliteration B: dēmēgoreō Transliteration C: dimigoreo Beta Code: dhmhgore/w

English (LSJ)

   A practise speaking in the assembly, Ar.Eq.956, etc.; πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. ἐμέ D.18.60; δ. περί τινος Lys.14.45; δ. πρός τινας Pl.Lg.817c; ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Fr.83: c. acc. cogn., δ. καὶ συνηγορεῖν λόγους D.19.15; δ. λόγον παρά τισι Id.23.110:—Pass., τὰ δεδημηγορημένα public speeches, Id.19.9.    II esp. make popular speeches, use clap-trap, ταῦτα δημηγορεῖς Pl.Grg.482c: abs., ib.503b, Tht.162d, R.350e; τῶν δημηγοριῶν ὧν δ. D.21.202; δ. πρὸς χάριν, πρὸς ἡδονήν, Id.3.3,4.38, cf. Hermog.Meth.1.

German (Pape)

[Seite 561] ein Volksredner sein, zum Volke sprechen, Ar. Equ. 951 u. öfter; Xen. Mem. 3, 6, 1; πρὸς παῖδας καὶ γυναῖκας, öffentlich zu ihnen sprechen, Plat. Legg. VII, 817 c; u. öfter bei Rednern, z. B. Andoc. 4, 22; Lys. 6, 33; λόγους, Dem. 19, 15; τὰ δεδημηγορηαένα, 19, 9; πρὸς χάριν 3, 3; u. ohne Zusatz, den Zuhörern Angenehmes, nicht das Wahre u. Nützliche sprechen, wie die Redner das Volk durch Redekünste irre führten, vgl. Plat. Gorg. 482 c u. 519 d.

Greek (Liddell-Scott)

δημηγορέω: εἶμαι δημηγόρος, λαλῶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου, Λατ. conionari, Ἀριστοφ. Ἱππ. 956, κτλ.· πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. ἐμὲ Δημ. 245. 9· δ. περί τινος Λυσ. 144. 5· δ. πρός τινας Πλάτ. Νόμ. 817C· ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ἀποσπ. 72· - ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. λόγον Δημ. 345. 29· δ. τι παρά τισι ὁ αὐτ. 657. 3. - Παθ., τὰ δεδημηγορευμένα, δημόσιαι ἀγορεύσεις, δημηγορίαι, ὁ αὐτ. 344. 2. ΙΙ. ἰδίως = ἀγορεύω οὕτως ὥστε νὰ ἑλκύσω τὴν εὔνοιαν τοῦ δήμου, κάμνω ἀγορεύσεις πλήρεις δημαγωγικῶν σοφισμάτων, ἀγορεύω ad captandum, μεταχειρίζομαι δημαγωγικὰ τεχνάσματα, Πλάτ. Γοργ. 482C, 503Β, Θεαιτ. 162D, Πολ. 350Ε· τῶν δημηγοριῶν ὧν δημ. Δημ. 579. 15· δημ. πρὸς χάριν, πρὸς ἡδονὴν ὁ αὐτ. 29. 17., 51. 9. - Πρβλ. δημόομαι, ῥητορεύω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δημηγορήσω;
1 parler devant le peuple;
2 parler comme un démagogue, de façon à capter la foule.
Étymologie: δημηγόρος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. δαμα- Dialex.7.1; δημογορ- Eust.901.1
I intr.
1 hablar en público, arengar al pueblo, pronunciar un discurso o una arenga esp. en cont. polít. o forense, Ar.Ec.111, 429, Pl.Grg.503b, ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν Ar.Eq.956, Αἴσωπος ... δημηγορῶν κρινομένου δημαγωγοῦ περὶ θανάτου Arist.Rh.1393b23, ἐν μὲν γὰρ ταῖς ὀλιγαρχίαις οὐχ ὁ βουλόμενος, ἀλλ' ὁ δυναστεύων δημηγορεῖ Aeschin.3.220, ἤρξατο δ. οὕτως LXX 4Ma.5.15, ἐκκλησίας συνάγειν αὐτὸν καὶ δ. D.H.12.1, cf. 4.76, εἱστήκει δὲ δημηγορῶν ἐπὶ βουνοῦ τινος I.BI 2.619, συγκαλέσας τὰς δέκα φυλὰς ... ἐδημηγόρησε τούτους ποιησάμενος τοὺς λόγους I.AI 8.226, ἔπεισε δημηγορῶν ... μένειν con su discurso les convenció de quedarse D.Chr.2.23, ἐμὲ δ. τε καὶ ὑμνεῖν τὸν θεόν Aristid.Or.48.30, ἥ γέ τοι πόλις ἅπασα κεχηνότες αὐτοῦ ἀκούουσιν, ὁπόταν δημηγορήσων παρέλθῃ la ciudad entera le oye con la boca abierta cada vez que comparece en público Luc.Scyth.11, ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἐδημηγόρησε D.C.59.6.7, σχεδιάσαι ... συνηγορῶν τε καὶ δημηγορῶν Philostr.VS 482, δημηγορῶν τε καὶ διαλεγόμενος Philostr.VS 495, en v. pas. τὰ ... δεδημηγορημένα discursos pronunciados ante el pueblo D.19.9
c. dat. τούτοις τοῖσι προβάτοις Ar.V.35, δ. ἐπειρώμην τῷ πλήθει ... στὰς ἐπὶ τριγχοῦ τινος ὑψηλοῦ I.Vit.92
c. otras constr. δ. πρὸς παῖδάς τε καὶ γυναῖκας καὶ τὸν πάντα ὄχλον Pl.Lg.817c, cf. Act.Ap.12.21, περὶ τῶν ὑμετέρων δημηγοροῦσιν Lys.14.45, κοινὴν ἐκκλησίαν ... συναγαγόντων καὶ περὶ συλλύσεως δημηγορούντων D.S.16.68, περὶ πολέμου δ. ... καὶ εἰρήνης Anaximen.Rh.1425b19, ὑπὲρ τῶν τῇ πόλει συμφερόντων δ. Isoc.12.12, cf. Din.2.17, D.S.17.108, πρὸς χάριν δ. D.3.3, cf. 4.38, δημηγορεῖ Εὐρυδίκη κατ' αὐτοῦ Arr.Post Alex.1.33
c. sent. peyor. hablar demagógicamente, e.e., con propósito de agradar, Eup.99.23, Timocl.7.1, δημηγορεῖτε ... καὶ ἃ οἱ πολλοὶ ἂν ἀποδέχοιντο ἀκούοντες, λέγετε ταῦτα Pl.Tht.162d, δ. τὸ ἐν δήμῳ ἀγορεύειν, ἰδίως δὲ τὸ κεχαρισμένα λέγειν καὶ τὸ ἀπαίδευτα λέγειν Hermog.Meth.1.
2 ser orador público, intervenir en política οἱ κοινῇ δημηγοροῦντες Arist.Rh.1358b10, οἱ δαμαγοροῦντες los oradores públicos, Dialex.l.c., cf. Plu.2.175c, πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. D.18.60, μήτε δημηγορῶν μήτε στρατηγῶν μήτ' ἄλλως δυνάστης ὤν Isoc.Ep.1.9, cf. X.Mem.3.6.1, Hp.Ep.10.
II tr.
1 pronunciar, exponer en público, c. ac. int. ταῦτα δημηγορεῖς Pl.Grg.482c, λόγους κατὰ τοῦ Φιλίππου δ. D.19.9, ἀξίους ... θανάτων λόγους D.19.15, cf. 23.110, εἵνεκα ... τῶν γε δημηγοριῶν ὧν ... δημηγορεῖ por los discursos que pronuncia D.21.202, ὁποῖα ἐν Ἀρμενίᾳ ἐδημηγόρησεν; Luc.Hist.Cons.15, πάντα ... πρὸς τὴν τῶν ἀκουόντων προαίρεσιν ... δημηγορήσας pronunciando una arenga totalmente adecuada al gusto de su audiencia D.S.13.92.
2 proclamar públicamente ἑκατέρων τὴν ἀμείωτον καὶ ἀνέπαφον παρθενίαν Ps.Caes.197.55.

English (Strong)

from a compound of δῆμος and ἀγορά; to be a people-gatherer, i.e. to address a public assembly: make an oration.

English (Thayer)

δημηγόρω: (imperfect ἐδημηγορουν); (to be a δημηγόρος, from δῆμος and ἀγορεύω, to harangue the people); to address a public assembly, make a speech to the people: ἐδημηγόρει πρός αὐτούς (A. V. made an oration), Aristophanes, Xenophon, Plato, Demosthenes, others. 4 Maccabees 5:15.)