ψάλσις: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_8)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψάλσις''': -εως, ἡ, = [[ψαλμός]], Φιλόστρ. 238.
|lstext='''ψάλσις''': -εως, ἡ, = [[ψαλμός]], Φιλόστρ. 238.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α [[ψάλλω]]<br />[[εκτέλεση]] εκκλησιαστικού, [[κυρίως]], άσματος με τη [[συνοδεία]] έγχορδου οργάνου, [[ψαλμός]].
}}
}}

Revision as of 06:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάλσις Medium diacritics: ψάλσις Low diacritics: ψάλσις Capitals: ΨΑΛΣΙΣ
Transliteration A: psálsis Transliteration B: psalsis Transliteration C: psalsis Beta Code: ya/lsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = ψαλμός, Philostr.VA6.10.

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, = ψαλμός, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ψάλσις: -εως, ἡ, = ψαλμός, Φιλόστρ. 238.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α ψάλλω
εκτέλεση εκκλησιαστικού, κυρίως, άσματος με τη συνοδεία έγχορδου οργάνου, ψαλμός.