δύη
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, Dor. (not in Trag.) δύα, poet. Noun,
A misery, anguish, Od.14.215, etc.; πῆμα δύης height of woe, ib.338; πέλαγος ἀτηρᾶς δύης A.Pr.746; γενναία δ. S.Aj.938 (lyr.): pl., πημοναῖς δύαις τε A. Pr.513, cf. 181 (lyr.), 525, etc.: also in late Prose, App.BC4.42; Pythag. name for two (by false etym.), Theol,Ar.12.
German (Pape)
[Seite 671] ἡ, Unglück, Elend = Att. Prosa κακοπάθεια; Homer viermal, Odyss 14, 215. 338. 18, 53. 81; merkwürdig ist Odyss. 14, 338 ὄφρ' ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην, Scholl. Ἀριστοφάνης δύῃ ἐπὶ πῆμα γένηται, ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τῇ δύῃ· ἵνα μοι πῆμα ἄλλο γένηται. δύναται δὲ λείπειν ἡ ἐξ, ἵν' ᾖ ἐκ τῆς δύης ἐπὶ βλάβην ἔλθοιμι; vgl. Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο. Ueber die Abstammung des Wortes vgl. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 32 u. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1 S. 204. – Aeschyl Prom. 513 πημοναῖς δύαις τε; Eum. 562 ἀμηχάνοις δύαις, u. öfter; δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ Soph. Ant. 1295; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Ai. 918; sp. D., wie Nic. Al. 19 Th 920. Auch App. B. C. 4, 42.
Greek (Liddell-Scott)
δύη: ἡ, Δωρ. δύα, ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ. (ἴδε ἐν λ, δαίω (Α), πρβλ. δυάω, ὀδύνη)· ― ποιητ. λέξις, δυστυχία, ἀθλιότης, ἀγωνία, Ὀδ. Ξ. 215, καὶ Τραγ.· πῆμα δύης, βάρος ὀδύνης, δυστυχίας, Ὀδ. Ξ. 338· πέλαγος ἀτηρᾶς δύης Αἰσχύλ. Πρ. 746· γενναία δύη Σοφ. Αἴ. 938· πληθ., πημοναῖς δύαις τε Αἰσχύλ. Πρ. 512, πρβλ. 179, 525, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
calamité, malheur, affliction.
Étymologie: probabl. apparenté à δαίω.
23ᵉ sg. poét. opt. ao.2 (p. δυίη) de δύω.
English (Autenrieth)
misery, misfortune. (Od.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -ᾱ B.1.79, A.Pers.1039
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [plu. gen. -ᾶν B.15.46]
1 desdicha, sufrimiento, penalidad με δ. ἔχει Od.14.215, δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην Od.14.338, δύην περιτρέμει Semon.8.58, εὔχοντο παύσασθαι δυᾶν B.15.46, αἰαῖ, αἰαῖ, δύα, δύα A.l.c., ἀνεπίφραστοι δύαι Semon.2.21, πέλαγος ἀτηρᾶς δύης A.Pr.746, γενναία δ. intenso sufrimiento S.Ai.938, δύην ἀπόθεστον ἀλάλκοι Call.Fr.325, cf. A.R.1.120, Nic.Al.19, unido a πενία B.1.79, cf. Fr.25.3, A.R.4.1387, πημοναῖς δύαις τε A.Pr.513, cf. A.1622, Eu.562, δ. καὶ δούλια ἔργα A.R.4.38, δ. καὶ κλέος por la que debe pasar el héroe, Orph.A.94, cf. 1065, ἔμπλεως καὶ δύης καὶ ῥύπου App.BC 4.42, δύης ἄκος A.R.1.907, cf. 4.1649, Opp.H.1.302, c. gen. subjet. Φινῆος ... δ. situación penosa de Fineo A.R.2.769, Πάρθων τε δύας Opp.C.1.31.
2 otro n. pitagórico del dos por falsa etim. Theol.Ar.12.
• Etimología: Si el sent. originario era el de ‘quemazón’, procedería de *dHu̯2eHi̯2, de la misma r. que da lugar a ai. dūná < *d°Hu̯°n-, gr. δαίω < δαϝi̯ω < *d°Hu̯°-i̯- y c. otro vocalismo a ai. doman- ‘incendio’ < *deHu̯2m-.
Greek Monolingual
δύη, η (Α)
1. δυστυχία, αθλιότητα
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός δύο.
Greek Monotonic
δύη: Δωρ. δύα, ἡ, αθλιότητα, δυστυχία, αγωνία, πόνος, οδύνη, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· δυηπᾰθίη, ἡ, αθλιότητα, δυστυχία, σε Ανθ.