Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυριάς

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάς Medium diacritics: μυριάς Low diacritics: μυριάς Capitals: ΜΥΡΙΑΣ
Transliteration A: myriás Transliteration B: myrias Transliteration C: myrias Beta Code: muria/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, Att. gen. pl.

   A μυριαδῶν Hdn. Gr.1.428:—number of 10,000, myriad, Simon.91, Hdt.2.30, Archim. Aren.3.2, etc.; μ. πρώτη 10,000 and μ. δευτέρα 10,000 times 10,000, Dioph.5.8: freq. of countless numbers, E.Ph.830 (lyr.), etc.; μυριάδες ἐτῶν Phld.Piet.93; of money (sc. δραχμῶν), Ar.Eq.829 (anap.), Plu. Cat.Mi.44; of corn (sc. μεδίμνων), Hdt.3.91, D.20.32; also (sc. ἀρταβῶν), POxy.1259.4 (iii A. D.).    II as Adj., φύστις μ. ἀνδρῶν A.Pers.927 (lyr.: sed leg. ταρφύς τις μ.) ; μ. πόλεις E.Rh.913 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 219] άδος, ἡ, unzählbare, große Menge; Aesch. Pers. 891; Eur. Rhes. 913; μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων, Bacch. 744; μυριάδες ἀναρίθμητοι, Plat. Legg. 804 e. – Gew. eine Zahl von zehntausend, daher δέκα μυριάδες = 100000. – Bei Her. 3, 91 ist μεδίμνων zu ergänzen.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάς: -άδος, ἡ, Ἀττ. γεν. πληθ. μυριαδῶν (Χοιροβ. 2. 458)· - ἀριθμὸς 10,000, Ἡρόδ. 2. 30, Σιμων. 150, κτλ.· - συχνάκις ἀορίστως ἐπὶ ἀναριθμήτων ποσῶν, Εὐρ. Φοίν. 830, κτλ.· - ὁσάκις δὲ τά: μυριάς, μυριάδες κεῖνται ἀπολύτως ἐπὶ χρηματικῶν ποσῶν, δέον νὰ ἐξυπακούηται ἡ γεν. πληθ. δραχμῶν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλουτ. Κάτ. Νεωτέρ. 44· ὁσάκις δὲ ἐπὶ σίτου, ἡ γεν. μεδίμνων, ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 91, Δημ. 467. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ταρφύς τις μυριὰς ἀνδρῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 927· μυριάδες πόλεις Εὐρ. Ρῆσ. 913.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 nombre de 10 000, myriade ; particul. quantité de 10 000 médimnes ou drachmes;
2 nombre infini, foule innombrable.
Étymologie: μυρίος.

English (Strong)

from μύριοι; a ten-thousand; by extension, a "myriad" or indefinite number: ten thousand.

English (Thayer)

μυριαδος, ἡ (μυρίος) (from Herodotus down), the Sept. for רְבָבָה and רִבּו;
a. ten thousand: ἀργύριον, 3at the end).
b. plural with the genitive equivalent to an innumerable multitude, an unlimited number (like our myriads), the Latin sexcenti, German Tausend): st); L T δισμυριάδες, which see); used simply, of innumerable hosts of angels: G L Tr put a comma after μυριάσιν); Daniel 7:10.

Greek Monolingual

μυριάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μυριάδα.

Greek Monotonic

μῡριάς: -άδος, ἡ,
I. ο αριθμός των 10.000, μυριάδα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αόριστα, για αναρίθμητα νούμερα, ποσά, σε Ευρ.· όταν τα μυριάς, μυριάδες χρησιμ. απολ. για δήλωση χρηματικού ποσού, το δραχμῶν πρέπει να υπονοείται, σε Αριστοφ.· όταν λέγεται για σιτηρά, πρέπει να εννοείται το μεδίμνων.
II. επίθ., ο αποτελούμενος από 10.000, σε Αισχύλ., Ευρ.