ξύλινος

From LSJ
Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλῐνος Medium diacritics: ξύλινος Low diacritics: ξύλινος Capitals: ΞΥΛΙΝΟΣ
Transliteration A: xýlinos Transliteration B: xylinos Transliteration C: ksylinos Beta Code: cu/linos

English (LSJ)

η, ον,

   A of wood, wooden, τεῖχος Pi.P.3.38 ; δόμος, οἰκίαι, B.3.49, Hdt.4.108, etc. ; ὁ ξ. καρπός produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, opp. ξηρός (q.v.), Pl.Criti. 115b, cf. OGI55.13 (Telmessus, iii B. C.), Str.15.1.20 : pl., ξ. καρποί, opp. σιτικοί, Id.5.4.2, cf. D.S.3.63, Ath.3.78d ; opp. ὁ Δημήτριος, IG22.2492.19 ; ξύλιναι ὦναι, opp. σιτηραί, SIG2554.17 (Magn. Mae., ii B. C.) ; τομὰ ἁ ξυλίνα cutting of timber, IG42(1).76.9 (Epid., ii B. C.).    2 metaph., wooden, νοῦς AP11.275 (Apollon. Gramm.), cf. 255 (Pall.).    3 ξύλινον, τό, writing-tablet, ξ. πύξινον PGrenf. 1.14.12 (ii B. C.).    II of cotton, LXX Si.22.16, Plin.HN 19.14.

German (Pape)

[Seite 281] von Holz, hölzern; τεῖχος, Pind. P. 3, 38; λόχος, Her. 6, 57, im Orak., τεῖχος, 7, 141, πόλις, οἰκίαι, 4, 108; σκεύη, Plat. Theaet. 146 e; Xen. u. Sp.; – καρποὶ ξύλινοι, Baumfrüchte, Ath. III, 78 d; – λίνα, Baumwolle, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξύλινος: -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23˙ - ὁ ἐκ ξύλου, ξύλινος, Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.˙ ὁ ξ. καρπός, ὁ καρπὸς δένδρου, ἄγριος καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. ξύλινος, «ξυλένιος», νοῦς Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
1 de bois;
2 qui vient sur du bois, càd sur un arbre : ξυλίνη κύων PLUT églantier, plante.
Étymologie: ξύλον.

English (Slater)

ξῠλῐνος
   1 wooden ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν i. e. on a pyre (P. 3.38) πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι λτ;τεγτ; πλῆσθεν ἅπαντες (Wil.: ξύλινοι codd. Plutarchi) *fr. 104b.*

English (Strong)

from ξύλον; wooden: of wood.

English (Thayer)

ξυλίνη, ξύλινον (ξύλον), from Pindar and Herodotus down, wooden, made of wood: σκεύη, εἴδωλα, Θεοί, Jeremiah 29)).

Greek Monolingual

-η, -ο, (ΑΜ ξύλινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. σύλινος, -ίνη, -ον) ξύλον
1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» — τα πλοία, Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν)
τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο
νεοελλ.
φρ. «ξύλινος θίασος» — τα ανδρείκελα του φασουλή
αρχ.
1. βαμβακερός
2. μτφ. αγροίκος, ηλίθιος
3. το ουδ. ως ουσ. πίνακας γραψίματος
4. φρ. «ξύλινος καρπός» — το προϊόν τών δένδρων, όπως είναι οι καρποί, το κρασί, το λάδι.

Greek Monotonic

ξύλῐνος: [ῠ], -η, -ον (ξύλον
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο, ξύλινος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., κούτσουρο, χοντροκέφαλος, νοῦς, σε Ανθ.