ὄλυνθος

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄλυνθος Medium diacritics: ὄλυνθος Low diacritics: όλυνθος Capitals: ΟΛΥΝΘΟΣ
Transliteration A: ólynthos Transliteration B: olynthos Transliteration C: olynthos Beta Code: o)/lunqos

English (LSJ)

   A v. ὄλονθος.

German (Pape)

[Seite 328] ὁ, eine Feige, die den Winter über hinter dem Blatte nachwächst und selten reif wird; Hes. frg. 14; Her. 1, 193; Theophr. u. Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὄλυνθος: ὁ, σῦκον ὅπερ ἐκφύεται κατὰ τὸν χειμῶνα ὑπὸ τὰ φύλλα, ἀλλ’ ὡς τὸ πρώϊμον σῦκον τοῦ ἔαρος σπανίως ὡριμάζει, Λατ. grossus, Ἡσ. Ἀποσπ. 14, Ἡρόδ. 1. 193, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 8 ὄλ. οἱ χειμερινοὶ Ἱππ. 574. 23, κτλ. (Συνεχῶς φέρεται ὄλονθος ἐν τῷ Ἑνετ. Κώδ. τοῦ Ἀθην.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
figue tardive ou qui ne mûrit pas, fruit.
Étymologie: cf. ὄλονθος.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, σῦκον, φήληξ, φιβάλεως.

English (Strong)

of uncertain derivation; an unripe (because out of season) fig: untimely fig.

English (Thayer)

ὀλυνθου, ὁ, an unripe fig (Latin grossus), which grows during the winter, yet does not come to maturity but fails off in the spring (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Fig): Hesiod from 14; Herodotus 1,193; Dioscorid. 1,185; Theophrastus, caus. plant. 5,9, 12; the Sept. Song of Solomon 2:13.)

Greek Monolingual

ὄλυνθος, ὁ (Α)
1. εδώδιμος καρπός της άγριας συκιάς
2. άγουρο σύκο το οποίο εκφύεται κάτω από τα φύλλα κατά τη διάρκεια του χειμώνα
3. ορνιός, ερινεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὄλυνθος, όπως και ο παράλληλος τ. ὄλονθος, πρέπει να είναι τεχνικοί όροι του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος με επίθημα -νθος (πρβλ. Ζάκυνθος) και σημ. παράλληλη με εκείνην του ἐρινεός. Οι τ. ὄλυνθος / ὄλονθος εμφανίζονται και στα σύνθ. μηλολόνθη και οδόλυνθος].

Greek Monotonic

ὄλυνθος: ὁ, σύκο που βγαίνει το χειμώνα και το οποίο σπανίως ωριμάζει, πρόωρο σύκο, Λατ. grossus, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).