στήσιμο
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στήνω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε κατακόρυφη, σε όρθια θέση
2. ίδρυση, θεμελίωση
3. προπαρασκευή, ετοιμασία, διοργάνωση («στήσιμο παράστασης»)
4. (σχετικά με μηχανή) συναρμολόγηση
5. φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμεύσει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη ή για να προκαλέσει εντύπωση, πόζα
6. μτφ. αναμονή μεγάλης διάρκειας σε προκαθορισμένη συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έστησα, αόρ. του στήνω + κατάλ., -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].