ἐννέπω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A v. ἐνέπω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐννέπω: ποιητ. ἀντὶ ἐνέπω.
French (Bailly abrégé)
ou ἐνέπω;
impf. ἔννεπον;
1 dire, raconter : τινί τι, dire qch à qqn ; ἄνδρα μοι ἔννεπε Μοῦσα OD Muse, dis-moi l’homme, càd la vie (les actions, etc. d’Ulysse) ; avec un relat. τίς ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα IL Muse, dis-moi qui était le plus brave ; abs. faire des récits, raconter des nouvelles : πρὸς ἀλλήλους OD les uns aux autres;
2 parler en gén. : πρός τινα, τινά, adresser la parole à qqn, interpeller qqn ; τινά, avec l’inf. ordonner à qqn de, etc.
Étymologie: p. *ἐνϜέπω, de la R. Ϝεπ, parler ; v. εἶπον.
English (Slater)
ἐννέπω
1 say, tell
a abs. ὣς ἔννεπεν (O. 1.86) ὣς ἤνεπε (N. 10.79) ὣς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θέα (Tricl.: ἐνεπ. codd.) (I. 8.45)
b followed by direct speech ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων (O. 8.41)
c c. acc. tell of ἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπα ρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ (O. 8.82) μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. cogn. acc. utter ) (N. 7.69)
d c. (acc. &) inf. κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (P. 9.96) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (byz.: ἔννεπεν codd.) (N. 1.69) ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον (N. 3.75)
e c. indir. quest. δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι (P. 4.242)
f c. ὅτι & ind. ἔννεπε κρύφα τις ὅτι τάμον (O. 1.47)
g call c. dupl. acc. ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς (N. 6.59) ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83.
h ο]ὐκ ἐννέπει[ fr. 60b. 15.
Spanish (DGE)
v. ἐνέπω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐννέπω: επιτετ. αντί ἐνέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐννέπω: эп.-поэт. = ἐνέπω.