μύρτος
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ἡ,
A myrtle, Myrtus communis, Simon.10 (pl.), Scol.11, IG 5(2).514.14 (Lycosura, ii B. C.), etc. II twig or spray of myrtle, Pi.I.4(3).70; στέφανος μύρτων Ar.Ra.330 (lyr.). III = μύρτον 1, Gp.11.8. 2 = μύρτον 11, Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] ὁ, der Myrthenbaum; λευκωθεὶς κάρα μύρτοις, mit Marthen umkränzt, Pind. I. 3, 88; ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω heißt es in einem bekannten Skolion, worauf Ar. Lys. 632 anspielt.
Greek (Liddell-Scott)
μύρτος: ἡ, μυρσίνη, «μυρτ~ιά», Λατιν. myrtus, Σιμων. 22, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 695Β, κτλ. ΙΙ. κλάδος ἢ βλαστὸς μυρσίνης, Πινδ. Ι. 4 (3). 117˙ στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 myrte, arbrisseau;
2 branche de myrte;
3 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: cf. μύρτον.
English (Slater)
μύρτος
1 spray of myrtle ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο (τὸ δὲ μύρτοις, ὅτι μυρσίνης στεφάνοις ἐν Θήβαις στεφανοῦνται οἱ νικῶντες τὰ Ἰολάεια. Σ.) (I. 4.70) ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ Πα. 13a. 17.
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ μύρτος)
1. η μυρσίνη, η μυρτιά
2. κλάδος, βλαστός μύρτου («αλλ' αν τις αποθάνη διά την πατρίδα, η μύρτος είναι φύλλον ατίμητον», Κάλβ.)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη μυρτώδη, οικογένεια μυρτίδες, στο οποίο ανήκουν 16 ή κατά άλλους 100, είδη αρωματικών αειθαλών θάμνων και δένδρων τών τροπικών και τών θερμών εύκρατων περιοχών
μσν.
ο καρπός της μύρτου, το μύρτο, το μούρτο
αρχ.
το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. μύρτος είναι δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. μυρίκη και μύρρα) δεν θεωρείται πιθανή. Αντίθετα, η μαρτυρία του ανθρωπωνυμίου Μύρσιλος στη Λέσβο και του χεττιτ. Μursitis οδηγεί στο να θεωρηθούν όλοι οι τ. μύρτος, μυρίκη και μύρρα δάνεια προερχόμενα από τη Μικρά Ασία. Η λ. μύρτος και τα παράγωγά της εμφανίζονται σε μεγάλο αριθμό τοπωνυμίων (πρβλ. Μυρτούσσα, Μυρτώσιον, Μύρσινος) και ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Μυρτώ, από όπου Μυρτῷον Πέλαγος, Μυρτεύς, Μύρτις, Μύρτιλος, Μύρτων, Μύρσιλος, Μύρσων, Μυρρίνη). Μερικά από τα ανθρωπωνύμια φαίνεται ότι μαρτυρούνται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. mutiri, mutiriko και πιθ. mutona). Τις λ. μύρτος, -ον, τέλος, δανείστηκαν και η Λατινική (πρβλ. λατ. murtus, -um), η Αρμενιακή (πρβλ. αρμ. murt) και η Περσική (πρβλ. περσ. mūrd).
ΠΑΡ. μύρτινος, μυρτίτης, μυρτών(ας)
αρχ.
μυρταλίς, μυρτάς, μυρτία, μυρτίδανον, μύρτων, μυρτωτή
αρχ.-μσν.
μυρτίς
νεοελλ.
μυρτίδες, μυρτίδιο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μυρτάκανθος, μυρτοπέταλον, μυρτοπώλης, μυρτόχειλα
μσν.
μυρτομιγής
νεοελλ.
μυρτέλαιο, μυρτοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. ιερόμυρτος, μικρόμυρτος.———————— (II)
μύρτος, τὸ (Μ)
νόσος που προσβάλλει τα φυτά, η χάλαζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μύρτον, κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. μύρον: μύρος)].
Greek Monotonic
μύρτος: ἡ,
I. το δενδρύλλιο μυρτιά, Λατ. myrtus, σε Σιμων. κ.λπ.
II. κλαδί ή στεφάνι από μυρτιά, σε Πίνδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μύρτος: ἡ1) мирт Theocr.;
2) миртовая ветвь (στέφανος μύρτων Pind.): λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Pind. увенчанный белыми цветами мирта.