ἔκλησις
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A forgetting and forgiving, Od.24.485.
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, gänzliches Vergessen, Od. 24, 485.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκλησις: -εως, ἡ, πλήρης λήθη, κατ’ ἐπίτασιν ἐκ τοῦ λῆσις, λήθη, Ὀδ. Ω. 485.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
oubli.
Étymologie: ἐκλανθάνω.
English (Autenrieth)
(λήθω): forgetting and forgiving, Od. 24.485†.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ olvido, perdón definitivo φόνοιο Od.24.485.
Greek Monolingual
ἔκλησις, η (Α)
πλήρης λήθη, απόλυτη λησμονιά.
Greek Monotonic
ἔκλησις: -εως, ἡ (ἐκλαθέσθαι), επιείκεια και ευσπλαχνία, συγχώρεση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκλησις: εως ἡ ἐκλανθάνω (полное) забвение Hom.