θανατόω

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτόω Medium diacritics: θανατόω Low diacritics: θανατόω Capitals: ΘΑΝΑΤΟΩ
Transliteration A: thanatóō Transliteration B: thanatoō Transliteration C: thanatoo Beta Code: qanato/w

English (LSJ)

fut.

   A -ώσω A.Pr.1053 (anap.), etc.: pf. τεθανάτωκα Phld. Rh.1.359S.:—Pass., fut. -ωθήσομαι LXX 1 Ki.14.45: fut. Med. in pass.sense θανατώσοιτο X.Cyr.7.5.31: aor.1 ἐθανατώθην Id.An.2.6.4, Pl.Lg.865d: pf. τεθανάτωμαι Plb.23.4.14:—put to death, τινα Hdt.1.113, A.Pr.l.c.; esp. of the public executioner, Pl.Lg.872c, etc.: metaph., τεθανατωκέναι τὰς Ἀθήνας (sc. τοὺς ῥήτορας) Phld.l.c.:— Pass., to be made dead, Ep.Rom.7.4; ὁ -ωθείς the murdered man, Pl. Lg.865d.    2 Pass., of flesh, to be mortified, Hp.Fract.26:—metaph. in Act., mortify, τὰς πράξεις τοῦ σώματος Ep.Rom.8.13.    II condemn to death by sentence of law, Antipho 3.3.11, Ev.Matt.26.60:— Pass., X.An.2.6.4; οἱ τεθανατωμένοι those condemned to death, Plb. l.c.    III to be fatal, cause death, ὄφεις -οῦντες LXXNu.21.6; μυῖαι -οῦσαι ib.Ec.10.1; νόσος Ph.2.247 (-ῶσαν, -ώσασαν codd.).

German (Pape)

[Seite 1186] tödten; πάντως ἐμέ γ' οὐ θανατώσει Aesch. Prom. 1055; τὸ θανατωθὲν ἢ τρωθέν Plat. Legg. IX, 862 c; bes. zum Tode verurtheilen, hinrichten, Her. 1, 113; ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος θανατωσάτω Plat. Legg. IX, 872 c; ἐθανατώθη ὡς ἀπειθῶν Xen. An. 2, 6, 2; οἱ τεθανατωμένοι Pol. 24, 4, 5; S0., wie Plut. Fab. Max. 9.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτόω: μέλλ. -ώσω, κτλ. - Παθ., μέλλ., -ωθήσομαι, Ἑβδ. Μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας θανατώσοιτο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31· ἀόρ. ἐθανατώθην ὁ αὐτ. Ἀν. 2. 6, 4, Πλάτ.· πρκμ. τεθανάτωμαι Πολύβ. 24. 4, 14. Θανατώνω, φονεύω, ἀποκτείνω, τινὰ Ἡρόδ. 1. 113· πάντως ἐμέ γ’ οὐ θανατώσει Αἰσχύλ. Πρ. 1053, Ἀντιφῶν 123. 40· ἰδίως ἐπὶ τοῦ δημίου, ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος θανατωσάτω, Πλάτ. Νόμ. 872C, κτλ. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 768· καὶ μεταφ. ἐν τῷ ἐνεργ., νεκρώνω, Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 13, πρβλ. ζ΄, 4. II. θανατώνω διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, Πλάτ. Νόμ. 868C, 872C. - Παθ., αὐτόθι 865D· ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ τελῶν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire mourir, acc.;
2 condamner à mort.
Étymologie: θάνατος.

English (Strong)

from θάνατος to kill (literally or figuratively): become dead, (cause to be) put to death, kill, mortify.

English (Thayer)

θανάτῳ; future θανατώσω; 1st aorist infinitive θανατῶσαι (3rd person plural subjunctive θανατώσωσι, R G); passive (present θανατοῦμαι); 1st aorist ἐθανατωθην; (from θάνατος); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for הֵמִית, הָרַג, etc.
1. properly, to put to death: τινα, to make to die i. e. destroy, render extinct (something vigorous), Vulg. mortifico (A. V. mortify): τί, by death to be liberated from the bond of anything (literally, to be made dead in relation to; cf. Winer s Grammar, 210 (197); Buttmann, 178 (155)): Romans 7:4.

Greek Monotonic

θᾰνᾰτόω: μέλ. -ώσω· Παθ. αόρ, αʹ ἐθανατώθην, Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία θανατώσοιτο, σε Ξεν.·
I. 1. θανατώνω, φονεύω, αποκτείνω, τινά, σε Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., νεκρώνω το σώμα, σε Καινή Διαθήκη
II. θανατώνω με δικαστική απόφαση, σε Πλάτ.· Παθ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτόω: 1) убивать, умерщвлять (τινα Her., Aesch., NT): τὸ θανατωθὲν ἢ τρωθὲν ὑγιὲς ποιητέον Plat. то, что (из скота) убито или ранено, должно быть возмещено; θανατοῦσθαί τινι NT умереть для чего-л., т. е. освободиться от чего-л.;
2) перен. умерщвлять, подавлять (τὰς πράξεις τοῦ σώματος NT);
3) приговаривать к смертной казни: ἐθανατώθη ὡς ἀπειθῶν Xen. (Клеарх) был приговорен к смерти, как оказавший неповиновение;
4) предавать смерти, казнить (τὸν δράσαντα Plat.): δίχα δίκης τεθανατωμένος Plut. казненный без суда.