κιθαριστικός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in citharaplaying, Pl.Hp.Mi.375b (in Comp. -ώτερος), Ion540d, etc.: ἡ-κή (sc. τέχνη) art of cithara-playing, Id.Grg.501e, Arist.Po.1447a15. Adv. -κῶς Plu.2.404f.
German (Pape)
[Seite 1437] das Citherspielen betreffend; ἡ κιθαριστική, sc. τέχνη, die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιθ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375Α, (ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος) Ἴων 540D, κτλ. 2) ἡ κιθαριστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη ἢ δεξιότης τοῦ κιθαριστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 5. 3) Ἐπίρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 404F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική (τέχνη) l’art de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.
Greek Monolingual
κιθαριστικός, -ή, -όν (Α) κιθαρίζω
1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική
η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κιθαριστικός
αυτός που ξέρει να παίζει κιθάρα («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ κιθαριστικός», Πλάτ.).
επίρρ...
κιθαριστικῶς (Α)
με κιθαριστικό τρόπο.
Greek Monotonic
κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, επιδέξιο παίξιμο της άρπας, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), = το επόμ., στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθαριστικός -ή -όν [κιθαρίζω] goed in citerspelen. subst. ἡ κιθαριστική ( sc. τέχνη) kunst van het citerspelen.