παροχετεύω

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροχετεύω Medium diacritics: παροχετεύω Low diacritics: παροχετεύω Capitals: ΠΑΡΟΧΕΤΕΥΩ
Transliteration A: parocheteúō Transliteration B: parocheteuō Transliteration C: parocheteyo Beta Code: paroxeteu/w

English (LSJ)

   A turn from its course, divert, ὑφαιρουμένους τὸ ὕδωρ καὶ π. Plu. Them.31 :—Med., εἰς ἑτέρους τὸ τῆς ἀρχῆς π. Id.2.779f: metaph., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ E.Ba.479 ; π. λόγοις Pl.Lg.844a :—Pass., to be diverted, Thphr.CP5.17.4.

German (Pape)

[Seite 528] das Wasser ableiten, durch einen Nebenkanal, heimlich oder unrechtmäßig, ὑφῃρημένος τὸ ὕδωρ καὶ παροχετεύσας, Plut. Them. 31; VLL. – Uebertr., τοῦ τ' αὖ παρωχέτευσας εὖ κοὐδὲν λέγων, Eur. Bacch. 479, wie λόγοις Plat. Legg. VIII, 844 a. – Plut. ad princ. iner. 1 braucht auch das med. in activer Bdtg.

French (Bailly abrégé)

dériver par un autre canal ; en mauv. part dériver furtivement ou suivant une mauvaise direction.
Étymologie: παρά, ὀχετεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
αλλάζω, μεταστρέφω τη ροή υγρού, διοχετεύω από κεντρικό αγωγό οχετό ή διώρυγα σε διπλανό αγωγό
νεοελλ.
φρ. «παροχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα» — μεταφέρω ηλεκτρικό ρεύμα από το πλησιέστερο κέντρο διανομής σε σύστημα αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης
αρχ.
μτφ. απαντώ με υπεκφυγές, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀχετεύω (< ὀχετός)].

Greek Monotonic

παροχετεύω: μέλ. -σω, παρεκτρέπομαι από την πορεία μου, παρεκκλίνω, σε Πλούτ.· μεταφ., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παροχετεύω: тж. med.
1) отводить тайным прорытием канала (τὸ ὕδωρ Plut.);
2) перен. сворачивать в сторону: π. λόγοις Plat. давать беседе другое направление; τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur. ты ловко увернулся (от ответа).