στράτευμα

From LSJ
Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράτευμα Medium diacritics: στράτευμα Low diacritics: στράτευμα Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ
Transliteration A: stráteuma Transliteration B: strateuma Transliteration C: stratevma Beta Code: stra/teuma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,

   A expedition, campaign, ἐφ' Ἑλλάδα A.Pers. 758 (troch.); τὸ σ. τὸ ἐπὶ Σάμον Hdt.3.49; διέφυγον τὸ σ. escaped the threatened invasion, Id.8.112, cf. Ar.Lys.1133.    II armament, army, host, Hdt.7.48; ὑγιαίνω . . μετὰ τοῦ σ. OGI453.10 (Epist. Antonii, i B.C.), cf. LXX 1 Ma.9.34, al.; ὑπὲρ τιμῆς ἐλαίου τῶν ἐνταῦθα σ. Ostr.1595 (iii A.D.), cf. Ev.Luc.23.11, BGU1564.5 (ii A.D.); πεζὸν σ. A.Pers.469; διαπόντιον σ., i.e. composed of Asiatic mercenaries, Hermipp.58; ἱππικόν X.Cyr.3.3.26; πολιτικόν Id HG5.4.41; ἱερὰ σ. SIG880.7 (Pizus, iii A.D.): also, a naval armament, Th.6.74; τὸ ναυτικὸν σ. Ἀχαιῶν S.Ph.59.    2 = στρατός 2, the people, σ. Παλλάδος E.Supp.601 (lyr.); φῦλα τρία τριῶν στρατευμάτων dub. l. in 653.

German (Pape)

[Seite 950] τό, wie στρατεία, Heereszug, Feldzug; ἐπὶ Σάμον, Her. 3, 49, u. öfter; τήνδε ἐβούλευσαν κέλευθον καὶ στράτευμ' ἐφ' Ἑλλάδα, Aesch. Pers. 744; στρέψαι στράτευμ' εἰς Ἄργος, Soph. O. C. 1418; – gew. Kriegsheer; στράτευμ' ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλιν, Aesch. Spt. 1010, Περσικῷ στρατεύματι μάχην συνάψαι, Pers. 327, u. oft, so auch Soph., Eur. u. in Prosa, Thuc u. Folgde; ἱππικόν, Reiterei, Xen. Cyr. 3, 3. 26.

Greek (Liddell-Scott)

στράτευμα: τό, (στρᾰτεύω) ὡς τὸ στρατεία, ἐκστρατεία, συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ., στρ. ἐπὶ Σάμον Ἡρόδ. 3. 49· ἐφ’ Ἑλλάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 758· διέφυγον τὸ στρ., τὴν ἐπικειμένην εἰσβολήν, Ἡρόδ. 8. 112· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Λυσ. 1133. ΙΙ. ὡπλισμένη στρατιά, δύναμις στρατιωτική, Ἡρόδ. 1. 6., 7. 48, καὶ Τραγικ.· στρ. πεζὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 469· διαπόντιον στρ., δηλ. συνιστάμενον ἐκ μισθοφόρων Ἀσιανῶν, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατ.» 1· ἱππικὸν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· πολιτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 41· - ὡσαύτως, κόσμημα ναυτικόν, Θουκ. 6. 74· τὸ ναυτικὸν στρ. Ἀχαιῶν Σοφ. Φιλ. 59. 2) = στρατὸς 2, ὁ λαός, στρ. Παλλάδος Εὐρ. Ἱκέτ. 653.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 expédition, campagne;
2 troupes, armée en campagne ; légion DION.C..
Étymologie: στρατεύω.

English (Strong)

from στρατεύομαι; an armament, i.e. (by implication) a body of troops (more or less extensive or systematic): army, soldier, man of war.

English (Thayer)

στρατεύματος, τό (στρατεύω), from Aeschylus and Herodotus down;
a. an army: Winer s Grammar, § 59,4a.), 19.
b. a band of soldiers (R. V. soldiers): body-guard, guardsmen: plural R. V. soldiers).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν στρατεύω (Ι)]
συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός
νεοελλ.
σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας
αρχ.
1. εκστρατεία, στρατεία
2. το ναυτικό
3. λαός, πλήθος, λεφούσι
4. φρ. α) «πεζὸν στράτευμα» — το πεζικό (Αισχύλ.)
β) «ἱππικὸν στράτευμα» — το ιππικό (Ξεν.)
γ) «ναυτικόν στράτευμα» — το ναυτικό (Σοφ.)
δ) «διαπόντιον στράτευμα» — στράτευμα που αποτελείται από μισθοφόρους Ασιάτες (Ερμιππ.)
ε) «διέφυγον τὸ στράτευμα» — διέφυγαν την επικείμενη εισβολή (Ηρόδ.).

Greek Monotonic

στράτευμα: -ατος, τό (στρᾰτεύω)·
I. εκστρατεία, πολεμική καμπάνια, εξόρμηση, σε Ηρόδ., Αττ.
II. 1. ένοπλη στρατιά, στράτευμα, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, εξοπλισμός ναυτικού, σε Σοφ., Θουκ.
2. = στρατός 2, πλήθος, λαός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στράτευμα -ατος, τό [στρατεύω] veldtocht, militaire expeditie; met ἐπί + acc. tegen:. διέφυγον τὸ σ. zij ontsnapten aan de aanval Hdt. 8.112.3. leger(macht);. πεζὸν σ. infanterie Aeschl. Pers. 469; ἱππικὸν σ. cavalerie Xen. Cyr. 3.3.26; ναυτικὸν σ. zeemacht, marine Soph. Ph. 59.