ἐξωτερικός

From LSJ
Revision as of 17:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξωτερικός Medium diacritics: ἐξωτερικός Low diacritics: εξωτερικός Capitals: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: exōterikós Transliteration B: exōterikos Transliteration C: eksoterikos Beta Code: e)cwteriko/s

English (LSJ)

ή, όν, opp. ἐσωτερικός,

   A external, belonging to the outside, τὰ ἐ. the exterior members, such as hands and feet, Arist. GA786a26; ἐ. ἀρχή foreign dominion, Id.Pol.1272b19; ἐ. πράξεις external activities, ib.1325b22; ἐ. ἀγαθά ib.1323b25; οἱ ἐ. persons outside the Pythagorean school, Iamb.VP32.226.    II οἱ ἐ. λόγοι popular arguments or treatises, opp. οἱ κατὰ φιλοσοφίαν, Arist.EE 1217b22, Pol.1278b31, Metaph.1076a28, EN1102a26, al.; ταῦτα -κωτέρας σκέψεως Id.Pol.1254a33; ἐ. λόγοι, opp. ἀκροαματικοί or ἐσωτερικοί (q. v.), Gell.20.5.2; ἐ. διάλογοι, opp. τὰ ἠθικά, τὰ φυσικὰ ὑπομνήματα, Plu.2.1115b; cf. ἐσωτερικός.

German (Pape)

[Seite 891] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, Ggstz von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; σκέψις 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωτερικός: -ή, -όν, (ἔξω) ἀντίθ. τῷ ἐσωτερικός, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ἔξω, ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν μελῶν τοῦ σώματος, τὴν γλῶτταν δεῖ ὑπολαβεῖν ὥσπερ ἓν μόριον τῶν ἐξωτερικῶν εἶναι... οἷον χεῖρα ἢ πόδα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 5. 6, 9· ἐξωτ. ἀρχή, ἀρχὴ ἐν τῷ ἐξωτερικῷ ὁ αὐτὸς Πολιτικ. 2. 10, 16, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ οἰκεῖος, οἷς οὐκ εἰσὶν ἐξωτερικαὶ πράξεις παρὰ τὰς οἰκείας αὐτῶν αὐτόθι 7. 3, 8· ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως, ἰδιαιτέρας πραγματείας, αὐτόθι 1. 5, 4· μακάριος δι’ οὐθὲν τῶν ἐξωτερικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ δι’ αὑτὸν αὐτὸς αὐτόθι 7. 1, 10. ΙΙ. οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι τοῦ Ἀριστ. κατὰ τὸν Γέλλιον (Gellius 20. 5) ἦσαν δημώδεις πραγματεῖαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀκροατικούς, ἀκροαματικοὺς ἢ ἐσωτερικούς, οἵτινες περιελάμβανον τὴν ὑψηλοτέραν αὐτοῦ φιλοσοφίαν, πρβλ. Πλούτ. 2. 1115 (ἔνθα οἱ ἐξωτερικοὶ διάλογοι ἀντιτίθενται πρὸς τὰ ἠθικὰ ὑπομνήματα καὶ τὰ φυσικά), Κλήμ. Ἀλ. 68· ἀλλ’ ὁ Κικέρων Fin. 5. 5, φαίνεται ὅτι ἐθεώρει τὴν διαφορὰν ὡς πρὸς τὸ ὕφος (unum populariter scriptum, alterum limatius). Παρ’ αὐτῷ τῷ Ἀριστ. ὅμως οὐδαμοῦ ἀναφέρονται λόγοι ἀκροατικοὶ ἢ ἐσωτερικοί, καὶ πανταχοῦ ὅπου ἀναφέρονται οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι φαίνονται ὅτι σημαίνουσι δημώδη ἐπιχειρήματα ἢ συλλογισμοὺς συνήθεις παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, οἵους καὶ αὐτὸς μεταχειρίζεται ἔν τισι τῶν δημωδεστέρων αὐτοῦ ἔργων, Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 1, 4. Φυσ. 4. 10, 1, Ἠθ. Ν. 1. 13, 6, Πολ. 3. 6, 5., 7. 1, 2· οὕτως ἀκριβῶς καὶ τὸ λόγοι ἐγκύκλιοι (ἴδε ἐγκύκλιοι)· ἐν Ἠθ. Εὐδ. 1. 8, 4, ῥητῶς ἀντιτίθεται πρὸς τὸ κατὰ φιλοσοφίαν, ἴδε Bonitz, Πίνακ. Ἀριστ. (Index Aristotelicus) σ. 104. 44 κἑξ.· πρβλ. ἐσωτερικός· - οἱ ἐξωτερικοί, οἱ ἀρχάριοι μαθηταὶ τοῦ Πυθαγόρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀκροαματικούς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 16, Fin. 5. 12, Γέλλ. 20. 5, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 448.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξωτερικός, -ή, -όν) εξώτερος
αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα»)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος
2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική πολιτική», «υπουργείο εξωτερικών»)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξωτερικό
α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)
β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή
γ) η φαινομενική πλευρά ενός προβλήματος
μσν.
αυτός που δεν είναι συγγενής με κάποιον, ο ξένος
αρχ.
1. ξένος, ξενικόςοὔτε γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῡσιν οἱ Κρῆτες», Αριστοτ.)
2. δημώδης, λαϊκός
3. υλικός (σε αντίθεση προς το ηθικός)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί ἐξωτερικοί
οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη σχολή
5. φρ. α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα
β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — φυσικά υπομνήματα.

Russian (Dvoretsky)

ἐξωτερικός:
1) внешний, наружный: τὰ ἐξωτερικά (sc. μόρια) Arst. внешние органы, конечности;
2) иноземный: ἐξωτερικὴ ἀρχή Arst. власть над чужими землями;
3) особый, отличный, иной (σκέψις Arst.);
4) общественный, публичный (πράξεις Arst.);
5) эксотерический, предназначенный для широкой публики, популярный (λόγοι Arst.; διάλογοι Plut.): οἱ ἐξωτερικοί Cic., Gell. эксотерики (начинающие ученики пифагорейской школы).