παραθήκη

From LSJ
Revision as of 20:01, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθήκη Medium diacritics: παραθήκη Low diacritics: παραθήκη Capitals: ΠΑΡΑΘΗΚΗ
Transliteration A: parathḗkē Transliteration B: parathēkē Transliteration C: parathiki Beta Code: paraqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A anything entrusted to one. deposit, Hdt.6.86, 9.45, BGU1004.15 (iii B. C.), LXX Le.6.2 (5.21), Ps.-Phoc.135, Ostr.Bodl.i 274 (i B. C.), SIG742.51 (Ephesus, i B. C.); of persons, hostage, Hdt.6.73.

German (Pape)

[Seite 479] ἡ, 1) das Zugelegte od. die Zulage, der Zusatz, Sp. – 2) das bei Einem Niedergelegte, ihm Anvertrau'te, Pfand, Depositum, nach den Atticisten unattisch für παρακαταθήκη; Her. 9, 45 παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι; auch von Menschen, Geißel, 6, 73; Phocyl. 127 u. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 312.

Greek (Liddell-Scott)

παραθήκη: ἡ, πᾶν ὅ,τι τίθεται πλησίον τινός, προσθήκη, παράρτημα, Πλούτ. 2. 855D. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶναι ἐμπεπιστευμένον εἴς τινα, ἀλλαχοῦ παρακαταθήκη, Ἡρόδ. 9. 45, Ψευδο-Φωκυλ. 127· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ὅμηρος, Ἡρόδ. 6. 73.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 appendice, supplément;
2 otage.
Étymologie: παρατίθημι.

English (Strong)

from παρατίθημι; a deposit, i.e. (figuratively) trust: committed unto.

English (Thayer)

παραθηκης, ἡ (παρατίθημι, which see), a deposit, a trust or thing consigned to one's faithful keeping (Vulg. depositum): used of the correct knowledge and pure doctrine of the gospel, to be held firmly and faithfully, and to be conscientiously delivered unto others: μου possessive genitive (the trust committed unto me; elz 1633reads here παρακαταθήκη, which see)); G L T Tr WH in Herodotus 9,45; (others)). In the Greek writings παρακαταθήκη (which see) is more common; cf. Lob. ad Phryn., p. 312; Winer's Grammar, 102 (96).

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ παρατίθημι
παρακαταθήκη
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται κοντά σε κάτι άλλο, προσθήκη, παράρτημα
2. ενέχυρο
3. καθετί εμπεπιστευμένο σε άλλον
4. η πίστη τών χριστιανών («τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)
5. (για πρόσ.) όμηρος
6. φέρετρο.

Greek Monotonic

παραθήκη: ἡ, αυτό που εμπιστεύεται κάποιος σε κάποιον, απόθεμα, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, όμηρος, αιχμάλωτος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παραθήκη:
1) приложение, добавление (λόγου Plut.);
2) вручаемое на хранение, вклад: παραθήκην τινί τι τιθέναι Her. вверять кому-л. что-л.;
3) залог, заложник(и) (τινὰ παραθήκην παρατιθέναι ἔς τινα Her.; παραθήκην φυλάξαι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραθήκη -ης, ἡ [παρατίθημι] deposito, onderpand:; ἀπαίτεε τὴν παραθήκην hij eiste het onderpand terug Hdt. 6.86.1; overdr.. τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον bewaar het goede dat je toevertrouwd is NT 2 Tim. 1.14.