καθηγητής

From LSJ
Revision as of 20:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηγητής Medium diacritics: καθηγητής Low diacritics: καθηγητής Capitals: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: kathēgētḗs Transliteration B: kathēgētēs Transliteration C: kathigitis Beta Code: kaqhghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A guide, Numen. ap. Ath.7.313d.    2 teacher, professor, Phld.Ir. p.43 W., al., D.H. Th.3, Ev.Matt.23.10, Plu.2.70e, Philum.Ven.5.6, OGI408 (Theb. Aegypt., ii A.D.), POxy.930.6 (ii/iii A.D.), etc.:— also καθηγ-ητήρ, ῆρος, ὁ, Man.2.300, Dor. καθᾱγ-, κελεύθου IG12(1).44 (Rhodes):—fem. καθηγ-ήτειρα Call.Fr.33P., Orph.H.76.6.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, der Wegweiser, Ath. VII, 313 d; der Leiter, Lehrer, Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

καθηγητής: -οῦ, ὁ, ὁδηγός, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 313D· ὡς καὶ νῦν, καθηγητής, διδάσκαλος, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3, Πλούτ. 2. 70Ε, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 85D, κτλ.· - ὡσαύτως, καθηγητήρ, ῆρος, ὁ, Μανέθων 2. 300· θηλ. καθηγήτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 75. 6. 2) ὁ καθηγούμενος μοναστηρίου, ἡγούμενος, Συναξάριον Ἰαν. 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
précepteur, maître.
Étymologie: καθηγέομαι.

English (Strong)

from a compound of κατά and ἡγέομαι; a guide, i.e. (figuratively) a teacher: master.

English (Thayer)

καθηγητου, ὁ (καθηγέομαι to go before, lead);
a. properly, a guide: Numen. quoted in Ath. 7, p. 313d. b. a master, teacher: R G, 10. (Dionysius Halicarnassus jud. de Thucydides 3,4; several times in Plutarch (cf. Wetstein (1752) on Matthew , the passage cited.))

Greek Monolingual

ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) καθηγοῡμαι
1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ)
2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα γράμματα («ὁ δ' ἡμέτερος καθηγητής Ἀμμώνιος», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που διδάσκει σε πανεπιστήμιο, σε ανώτερο ίδρυμα ή σε σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως («καθηγητής της φιλοσοφικής σχολής»)
2. (συν. ειρων.) ικανός, επιδέξιος, ειδήμων, γνώστης ενός πράγματος («καθηγητής στο πόκερ»)
αρχ.
οδηγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθηγητής -οῦ, ὁ [καθηγέομαι] leraar.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθηγητής: οῦ ὁ руководитель, учитель Plut., NT.

Chinese

原文音譯:kaqhght»j 卡特-誒給帖士

詞類次數:名詞(3)

原文字根:向下-帶領(者)

字義溯源:嚮導,教師,夫子,師尊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=按照)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;其中 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)。基督是我們唯一的師尊,教師,夫子( 太23:10)。比較: (ἄγω)=帶領參讀 (διδάσκαλος)同義字

出現次數:總共(3);太(3)

譯字彙編

1) 師尊(2) 太23:10; 太23:10;

2) 夫子(1) 太23:8