πρόκοιτος

From LSJ
Revision as of 00:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκοιτος Medium diacritics: πρόκοιτος Low diacritics: πρόκοιτος Capitals: ΠΡΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: prókoitos Transliteration B: prokoitos Transliteration C: prokoitos Beta Code: pro/koitos

English (LSJ)

ὁ, (κοίτη)

   A one who keeps watch before a place: Pl., pickets, Id.20.11.5: Adj., τοὺς π. τῆς φρουρᾶς κύνας Plu.2.325c.    II chamberlain, D.C.67.15 (but prob. f.l. for πρόκριτος (q.v.) in 78.14).

German (Pape)

[Seite 730] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκοιτος: ὁ, (κοίτη) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς κύων Πλούτ. 2. 325Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui couche devant la maison (chien).
Étymologie: πρό, κοιτή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή
2. θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά-κοιτος].

Greek Monotonic

πρόκοιτος: ὁ (κοίτη), αυτός που περιφρουρεί μπροστά από ένα μέρος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

πρόκοιτος: II ὁ караульный, часовой Polyb.
несущий охрану впереди (π. τῆς φρουρᾶς κύων Plut.).

Middle Liddell

πρό-κοιτος, ὁ, κοίτη
one who keeps watch before a place, Polyb.