πρωτοτόκια

From LSJ
Revision as of 08:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτόκια Medium diacritics: πρωτοτόκια Low diacritics: πρωτοτόκια Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΚΙΑ
Transliteration A: prōtotókia Transliteration B: prōtotokia Transliteration C: prototokia Beta Code: prwtoto/kia

English (LSJ)

τά, with v.l. πρωτοτοκ-τοκεῖα,

   A rights of the first-born, birthright, LXX Ge.25.32, Ep.Hebr.12.16.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτόκια: τά, τὰ δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 32, κἑξ.), Ἐπιστ. πρ. Ἐβρ. ιβ΄, 16· - διάφορ. γραφ. -τοκεῖα.

French (Bailly abrégé)

ίων (τά) :
c. πρωτοτοκεῖα.

English (Strong)

from πρωτότοκος; primogeniture (as a privilege): birthright.

English (Thayer)

πρωτοτοκιων, τά (πρωτότοκος), in the Sept. also πρωτοτοκεια (others, πρωτοτοκεια (cf. Chandler § 99), πρωτοτόκια, manuscript Venet., Aq.), for בְּכורָה, primogeniture, the right of the firstborn (in classical Greek ἡ πρεσβεία, and τό πρεσβεῖον): Philo repeats the word after the Sept. in his alleg. legg. 3,69; sacrif. Abel. § 5. Occasionally also in Byzantine writings.)

Greek Monolingual

τα / πρωτοτόκια, ΝΜΑ πρωτότοκος
1. τα δικαιώματα του πρωτοτόκου
2. (στην ΠΔ) δικαίωμα του πρώτου γιου τών Εβραίων, δηλ. διπλή μοίρα από την πατρική κληρονομιά, ιδιαίτερη ευλογία του πατέρα και κάποια αυθεντία πάνω στους νεώτερους αδελφούς, αφού έπαιρνε τη θέση του πατέρα ως επικεφαλής του γένους.

Greek Monotonic

πρωτοτόκια: τά, δικαιώματα πρωτότοκου, πατρογονικά δικαιώματα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πρωτοτόκια: v. l. πρωτοτοκεῖα τά первородство, тж. право первородства NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοτόκια -ων, τά [πρωτότοκος] eerstgeboorterecht.