σύντριμμα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντριμμα Medium diacritics: σύντριμμα Low diacritics: σύντριμμα Capitals: ΣΥΝΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: sýntrimma Transliteration B: syntrimma Transliteration C: syntrimma Beta Code: su/ntrimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fracture, Arist.Aud.802a34, LXX Le.21.19, Gal.18(2).850; abrasion, Asclep.Jun. ap. eund.13.346.    II affliction, ruin, LXXIs.59.7, Je.3.22.    III collection, ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (v.l. σύστρεμμα, q.v.) ib.Nu.32.14.

German (Pape)

[Seite 1037] τό, das Zerriebene, Zerbrochene, der Bruch, Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σύντριμμα: τό, κάταγμα, ἐὰν μή τι ἔχῃ σύντριμμα τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 34, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΑ΄, 19). ΙΙ. καταστροφή, ὄλεθρος, αὐτόθι (Ἡσαΐ. ΝΘ΄, 7, Ἱερεμ. Γ΄, 22).

English (Strong)

from συντρίβω; concussion or utter fracture (properly, concretely), i.e. complete ruin: destruction.

English (Thayer)

συντρίμματος, τό (συντρίβω), the Sept. chiefly for שֶׁבֶר);
1. that which is broken or shattered, a fracture: Aristotle, de audibil., p. 802{a}, 34; of a broken limb, the Sept. calamity, ruin, destruction: שֹׁד, a devastation, laying waste, as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συντρίβω
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα»)
2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα του βάζου»)
3. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ράκος
αρχ.
1. θραύση, θρυμματισμός, κομμάτιασμα
2. κάταγμα
3. άθροισμα
4. λείανση, ξύσιμο
5. μτφ. α) συντριβή, όλεθρος, πανωλεθρία
β) βαριά λύπη, πίκρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντριμμα -ατος, τό [συντρίβω] vernieling.

Russian (Dvoretsky)

σύντριμμα: ατος τό
1) щель, трещина: σ. ἔχειν Arst. дать трещину, быть расколотым;
2) разрушение (σ. καὶ ταλαιπωρία NT).