διαπνέω

From LSJ
Revision as of 15:45, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπνέω Medium diacritics: διαπνέω Low diacritics: διαπνέω Capitals: ΔΙΑΠΝΕΩ
Transliteration A: diapnéō Transliteration B: diapneō Transliteration C: diapneo Beta Code: diapne/w

English (LSJ)

Ep. δια-πνείω, fut. -πνεύσομαι,

   A blow through, of air, δ. τὸ σῶμα Arist.Pr.967a3, cf. Mete.370b6, etc.:—Pass., αὔραις διαπνεῖσθαι X.Smp.2.25, cf. Arist.HA518a16, D.S.5.82.    2 intr., admit air, ἀπόφραξον ἅπαντα ὡς μὴ διαπνέειν HeroSpir.2.21.    II breathe between times, get breath, Plb.27.9.10, Plu.Cim.12, Ph.1.90,al.; ἐκ δυσχερείας Plb.31.4.1.    III intr., disperse in vapour, evaporate, Arist.Resp.479a17, PA671a20, cf. Ph. 2.42: so,    IV Pass., διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Pl.Phd.80c; δ. καὶ σήπεται τὸ σῶμα Arist.de An.411b9.    2 Medic., dissipate by exhalation, Aret.SA1.7:—Pass., Gal.15.377 (also intr. in pass. sense, διέπνευσε τὸ ἄλγος Aret.CA1.10).    3 Pass., of plants, exhale, διαπνεῖται καὶ ἐξατμίζεται Thphr.CP1.1.3, cf. M.Ant.6.16; of human beings, perspire, Id.3.1, Gal.15.377:—so Med., Hp.Alim.28.

German (Pape)

[Seite 596] (s. πνέω), 1) durchwehen; αὔραις διαπνεῖσθαι, Xen. Symp. 2, 25; Arist. u. Folgde. – 2) auseinanderwehen, verwehen, bes. pass., διαλύεσθαι καὶ διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Plat. Phaed. 80 c; Arist.; von Blumen, verriechen, Theophr.; übh. verdampfen, ausdünsten, Medic.; Sp. brauchen auch das act. in der Bdtg zerfließen, verschwinden. – 3) dazwischen Athem holen, sich erholen, ἐκ δυσχερείας, Pol. 31, 16; absol., Plut. Cim. 12.

Greek (Liddell-Scott)

διαπνέω: Ἐπ. -πνείω, μέλλ. -πνεύσομαι· ― πνέω, φυσῶ διὰ μέσου, ἐπὶ ἀέρος, δ. τὸ σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 38. 3, πρβλ. Μετεωρ. 3. 1. 1, κτλ. ― Παθ., αὔραις διαπνεῖσθαι Ξεν. Συμπ. 2, 25, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 6. ΙΙ.ἀναπνέω ἐν τῷ μεταξύ, «ἀνασαίνω», «παίρνω ἀνάσα», ἀναλαμβάνω, ὡς τὸ ἀναπνέω, Πλούτ. Κίμ. 12· ἔκ τινος Πολύβ. 31. 16, 1. ΙΙΙ. ἀμεταβ., διασκορπίζομαι ἐν εἴδει ἀτμῶν, ἐξατμίζομαι, Ἀριστ. Πολ. 17, 7, Ζ. Μ. 3. 8, 5, κ. ἀλλ.· οὕτω, IV. Παθ., διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 80C· δ. καὶ σήπεται τὸ σῶμα Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 24. 2) ἱδρώνω, Γαλην.· καὶ ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω ἀέρια, ὀσμήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 1, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. διαπνεύσω, etc.
I. intr. 1 souffler à travers;
2 respirer dans l’intervalle;
II. tr. faire évaporer ; Pass. s’évaporer.
Étymologie: διά, πνέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. -πνείω Nonn.D.29.201
A tr.
I 1penetrar el aire, airear, ventilar ὁ ἀὴρ ... διαπνεῖ τὸ σῶμα Arist.Pr.967a3, μήτε τὰ πνεύματα διαπνεῖν (τὴν γῆν) Thphr.CP 5.14.5, διάπνευσον κῆπόν μου LXX Ca.4.16, en v. pas. οὐ δύναται ... ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι no pueden (las plantas) ser aireadas por la brisa X.Smp.2.25, γίνονταί τε μᾶλλον πολιαὶ σκεπαζομένων τῶν τριχῶν ἢ διαπνεομένων los pelos se vuelven más canosos cuando están cubiertos que expuestos al aire Arist.HA 518a16, αἱ νῆσοι διαπνεόμεναι D.S.5.82, cf. 17.52, διαπνεόμενος τόπος αὐλὴ λέγεται Ath.189b, ἡ κεφαλὴ διαπνευσθήσεται la cabeza va a transpirar Aret.CA 1.1.29
impregnar de otra substancia διαπνεομένου τοῦ σώματος ὑπ' ἀκράτου καὶ τμητικῆς φύσεως ref. al incienso, D.S.3.47
fig. ὁ κόσμος φύσει διαπνεόμενος el cosmos atravesado como por un soplo por la naturaleza Philol.B 21, cf. Zos.Alch.Comm.Gen.9.18.
2 disipar τοῦ θώρηκος τὴν θέρμην Aret.CA 2.3.15, cf. SA 1.7, en v. pas. τὸ πυρῶδες διαπνεόμενον disipado el fuego por el aire, Arist.Mu.397a23
fig. μικρὸν διαπνευσθέντος τοῦ κατὰ τὸν τῦφον φυσήματος desinflada un poco la hinchazón de la vanidad Gr.Naz.Ep.249.35.
3 exhalar πυρσὸν ... διαπνείοντας ὀδόντων exhalando fuego a través de los dientes de los Cabiros, Nonn.l.c., en v. pas. τὰ διαπνεόμενα τοῦ σώματος Gal.15.377.
B intr.
I del aire soplar, pasar τὸ πνεῦμα διαπνέον ... βροντὰς ποιεῖ el viento cuando sopla produce el trueno Arist.Mete.370b6, cf. Pr.943b23, Hp.Vict.2.37, ἀπόφραξον ἅπαντα, ὡς μὴ διαπνέειν ciérralo todo para que no pase el aire Hero Spir.2.21, ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡ ἡμέρα LXX Ca.2.17, cf. Gp.11.18.12
fig. ἡ Φήμη ... διαπνεῖ ἐπὶ πλεῖστον Ach.Tat.6.10.5.
II como función vital
1 respirar καὶ δ. οὐ δύναται διὰ τῆς ῥινός Hp.Morb.2.34, cf. 59, ἐξαίροντες ταύτας ὑπὲρ τὸ ὑγρὸν καὶ διαπνέοντες levantándolas (las trompas) por encima del agua y respirando Plb.3.46.12
en v. med. mismo sent., Hp.Morb.2.33, M.Ant.3.1, negado de la Divinidad, Clem.Al.Strom.7.6.32, cf. Ath.504d
tomar aliento después de un momento de angustia διαπνεύσαντα βραχὺν χρόνον recobrándose un momento Plb.27.9.10, cf. 31.4.1, πρὶν διαπνεῦσαι ... τοὺς βαρβάρους Plu.Cim.12, cf. Ph.1.90, 278
fig. ἡ τύχη, διαπνέουσα καὶ συλλεγομένη ῥώμην Ph.1.678.
2 de las plantas transpirar ἡ δὲ ψυχρότης οὐκ ἐῶσα διαπνεῖν de la vid, Plu.2.918e
en v. med. mismo sent. ταχὺ διαπνεῖται (τὸ δένδρον) al quitarle las partes secas, Thphr.CP 1.1.3, τὸ διαπνεῖσθαι ὡς τὰ φυτά M.Ant.6.16.
III de diversas substancias
1 evaporarse, disiparse ᾧ προσήκει διαλύεσθαι καὶ ... διαπνεῖσθαι del cual es propio descomponerse y disiparse ref. a un cadáver, Pl.Phd.80c, cf. Arist.de An.411b9, οὐ διαπνέοντος τοῦ ὑγροῦ Arist.PA 671a19, del olor de las flores, Thphr.Od.56, cf. Gp.2.21.11, τὸ ἀγγεῖον ἐπικεχρίσθω ἐπιμελῶς, ἵνα μὴ διαπνευσθῇ τὰ φερόμενα la vasija debe recubrirse cuidadosamente para que el líquido no se evapore, Gp.10.75.22
medic. τῆς φλεγμονῆς κατὰ βραχὺ διαπνεομένης Aret.SA 2.9
fig. τὰ στεγόμενα πάθη μὴ διαπνέοντα cuando las pasiones encubiertas no se disipan Ph.2.42, λόγους ὥσπερ φάρμακα διαπνεύσαντας D.Chr.13.15, διέπνευσε τὸ ἄλγος καὶ ἡ θέρμη Aret.CA 1.10.20.
2 rezumar οἱ μαστοὶ ... μεταβάλλοντες τὴν τροφὴν ... ἐργάζονται γάλα καὶ διαπνέουσιν los pechos, reconvirtiendo el alimento, producen leche y rezuman Clem.Al.Paed.1.6.41.

Greek Monolingual

διαπνέω)
1. (για τον αέρα) πνέω, φυσώ, μετακινούμαι από ένα σημείο σε άλλο
2. (για φυτά, ζώα, ανθρώπους) αναπνέω από τους πόρους του σώματος
νεοελλ.
1. εμπνέω, παρακινώ, παρορμώ
2. παθ. διαπνέομαι
διακατέχομαι από κάποιο συναίσθημα («διαπνέεται από αγάπη, από υψηλές ιδέες»)
αρχ.
1. αναπνέω
2. παθ. εξατμίζομαι
3. εξαλείφομαι
4. (για φυτά) αναδίδω οσμή ή αέρια.

Greek Monotonic

διαπνέω: Επικ. -πνείω, μέλ. -πνεύσομαι,
I. πνέω ανάμεσα σε, πνέω δυνατά — Παθ., αὔραις διαπνεῖσθαι, σε Ξεν.
II. αναπνέω με διαλείμματα, «παίρνω» ανάσα, σε Πλούτ.
III. αμτβ., διασκορπίζομαι σαν ατμός, εξατμίζομαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαπνέω:
1) продувать, обдувать, обвевать (αὔραις διαπνεῖσθαι Xen.; ὁ ἀὴρ διαπνεῖ τὸ σῶμα Arst.);
2) pass. развеваться (τρίχες διαπνεόμεναι Arst.);
3) выдыхаться, испаряться (διαπνέοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.); pass. развеиваться, рассеиваться (διαπίπτειν καὶ δ. Plat.; ἐξελθούσης τῆς ψυχῆς διαπνεῖται τὸ σῶμα Arst.);
4) переводить дух, отдыхать, приходить в себя (ἐκ δυσχερείας Polyb.; διαπνεῦσαι καὶ στῆναι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πνέω door iets heen waaien, pass.: οὐ διαπνεῖται er komt geen wind doorheen Hp. Vict. 2.37. adem halen; op adem komen:. πρὶν διαπνεῦσαι... τοὺς βαρβάρους voordat de barbaren op adem konden komen Plut. Cim. 12.1. med. verdampen:; ( τὸ σῶμα ) ᾧ προσήκει... διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι (het lichaam), dat uiteen hoort te vallen en te verdampen Plat. Phaed. 80c; transpireren:. οἱ διαπνεόμενοι κακῶς πρὶν ἢ νοσεῖν ἰσχυρότεροι degenen die vóór hun ziekte slecht transpireerden zijn sterker Hp. Alim. 28..