πάρδαλις
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
English (LSJ)
or πόρδᾰλις (v. infr.), ἡ, gen. εως, Ep. and Ion. ιος Il.17.20, etc. ; dat. ει Ar.Nu.347 :—
A leopard, Felis pardus, Il. 13.103, 17.20, 21.573, Od.4.457, h.Ven.71, Semon.(?)in PLit.Lond.53r.3, Arist. HA500a28, Phgn.809b36, Opp.C.3.63, etc.—Acc. to Apion (ap. Apollon.Lex. s.v. πόρδαλις) πόρδαλις was the male, πάρδαλις the female, cf. Hsch. ; but πόρδαλις was used of the animal, παρδαλέη of its skin, acc. to EM652.38, Phot. ; Aristarch. wrote πάρδ- in Hom. ; Ar. has πάρδ- Nu. l. c., but πόρδ- Lys. 1015 ; πάρδ- is found in Pl. La. 196e, Thphr.CP6.5.2, 6.17.9, and always in Arist. ; πόρδ- in S. Ichn.296. II a ravenous sea-fish, Ael.NA9.49, Opp.H.1.368. III = πάρδαλος 11, Hsch. IV name of a plaster, Aët. 12.1.
German (Pape)
[Seite 509] εως, ion. ιος, ἡ, – 1) Pardel, Panther, die ältere Form für πόρδαλις, die auch Spitzner u. Bekker mit Aristarch wieder aufgenommen haben, Il. 13, 103 (wo Spitzner zu vgl.). 17, 20. 21, 573; Xen. Cyn. 11, 1; Arist. H. A. 9, 6 u. Folgde. Nach Apion u. Hesych. machten Einige den Unterschied, daß πάρδαλις das weibliche, πόρδαλις das männliche Thier sei; vgl. Apoll. L. H.; Phot. erkl. πάρδαλις für die att. Form u. bemerkt, daß das Thier bei Hom. mit ο, das Fell mit α geschrieben werde. – 2) ein räuberisches Seethier, κῆτος, wahrscheinlich eine gefleckte Haifischart; Ael. H. A. 9, 49. 16, 18; Opp. H. 1, 368; bei Ael. H. A. 11, 24 ein Fisch des rothen Meeres.
Greek (Liddell-Scott)
πάρδᾰλις: ἢ πόρδαλις (ἴδε κατωτ.), ἡ· γεν. -εως, Ἰων. -ιος· δοτ. -ει Ἀριστοφ. Νεφ. 346· ― ὡς τὸ πάρδος, τὸ γνωστὸν θηρίον πάρδαλις, Felis pardus, δηλ. λεόπαρδος, ἢ πάνθηρ ἢ μικρά τις πάρδαλις (ἅτινα πάντα φαίνεται ὅτι εἶχον τὸ αὐτὸ ὄνομα παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἄνευ διακρίσεως), Ἰλ. Ν. 103, Ρ. 20, Φ. 573, Ὀδ. Δ. 457, καὶ Ἀττ.· πρβλ. πάνθηρ. ― Κατὰ τὸν Ἀπίωνα πόρδαλις ἦτο τὰ ἄρσεν, πάρδαλις δὲ τὸ θῆλυ, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ., «πόρδαλις· ὁ ἄρσην, ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 652, 29· ἐνῷ ὁ Φώτ. λέγει, «Ὅμηρος τὸ μὲν ζῷον διὰ τοῦ ο, τὴν δὲ δορὰν διὰ τοῦ α», ἴδε πόρδαλις, πορδαλέη, Spitzn. εἰς Ἰλ. Ν. 103· νεώτεροι ἐκδόται τοῦ Ὁμήρου ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχ. γράφουσι πάρδαλις· ὁ Ἀριστοφ, ἔχει πάρδ- ἐν Νεφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ἀλλὰ πόρδἐν Λυσ. 1015· πάρδ- ἐν Πλάτ. Λάχ. 196Ε· παρ᾿ Ἀριστ. ἀείποτε πάρδ-. ΙΙ. ἁρπακτικός τις ἰχθὺς θαλάσσιος, πιθανῶς εἶδος στικτοῦ καρχαρίου, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 49, Ὀππ. Ἁλ. 1. 368.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 panthère ou léopard, animal;
2 une sorte de requin tacheté, poisson.
Étymologie: πάρδος.
English (Autenrieth)
see πόρδαλις.
Spanish
English (Strong)
feminine of pardos (a panther); a leopard: leopard.
English (Thayer)
(παρεδρεύω) (from πάρεδρος, sitting beside (cf. παρά, IV:1)); to sit beside, attend constantly (Latin assidere) (Euripides, Polybius, Diodorus, others): τῷ θυσιαστηρίῳ, to perform the duties pertaining to the offering of sacrifices and incense (to wait upon), L T Tr WH (for προσεδρεύω).
Greek Monolingual
-άλεως, η, ΝΜΑ, πόρδαλις, ὁ, Α
παλαιά λόγια ονομασία γένους αιλουροειδών και ειδικότερα της λεοπάρδαλης και του οσελότου (α. «πόρδαλις
ὁ ἄρσην ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις», Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν
β. «πόρδαλιν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες
Ἀττικοὶ πάρδαλιν», Φώτ.)
αρχ.
1. είδος αρπακτικού θαλάσσιου ψαριού
2. το πτηνό παρδαλός
3. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με: ιραν. Pwrδnκ, περσ. palang, αρχ. ινδ. prdāku-. To λατ. pardus, από όπου προήλθαν τα αρχ. άνω γερμ. pardo και ρωσ. pardus, έχει πιθ. σχηματιστεί από την ελλ. λ. πάρδαλις. Η ελλ. λ. είναι θηλυκού γένους (πρβλ. τίγρις) και εμφανίζει επίθημα -αλις (πρβλ. δάμ-αλις), το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Τέλος, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. ενός ψαριού, πιθ. λόγω του χρώματος και τών κηλίδων του.].
Greek Monotonic
πάρδᾰλις: ἡ, γεν. -εως, Ιων. -ιος, δοτ. -ει, λεοπάρδαλη, πάνθηρας ή αιλουροειδές, σε Όμηρ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
πάρδᾰλις: εως, ион. ιος ἡ леопард, пантера или барс Hom., Plat., Arph. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρδαλις -εως, ἡ, Ion. gen. –ιος, panter.
Frisk Etymological English
(πόρδ-), -ιος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: pardel, panther, leopard (Il.); also as name of a fish of prey (Ael., Opp.; after the colour, Strömberg Fischn. 107), of a bird, perh. red-backed shrike, Lanius (Thompson Birds s.v.; Arist. [-λος], H.).
Compounds: Some compp., e.g. παρδαλή-φορος borne by a p. (S. Fr.11), καμηλο-πάρδαλις f. giraffe (Agatharch., LXX).
Derivatives: παρδαλ-έη, -έα, -ῆ f. pelt of a panther (Il.), -ια n. pl. panthers (Arist.), -ιδεύς m. young p. (Eust.; Bosshardt 79), -ε(ι)ος belonging to the p., p.-like (Arist.), -ώδης p.-like (Ath.), -ωτός spotted like a p. (Luc.). -- πάρδος m. id. (Ael. NA 1,31 [v.l. πάρδαλος]); as 2. member in λεόπαρδος, s.v. Formation like δάμαλις; further remote κνώδαλον, ἔταλον, ἴξαλος a.o.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X
Etymology: LW [loanword] from unknown oriental source. Here belong a.o. several Iranian words for panther, leopard, e.g. Sogd. pwrđnk, Pashto pṛāng, NP. palang; from Iran. prob. Skt. (lex.) pr̥dāku- m. id.. With late and rare πάρδος agrees Lat. pardus (Lucan.), which can be a Lat. backformation from πάρδαλις (so πάρδος from Lat.?). From Lat. pardus, πάρδος Russ. pardus panther; besides also Russ. bars id. (from Turcotatar.). Details w. lit. in W.-Hofmann, Mayrhofer, Vasmer s. vv. and in Schrader-Nehring Reallex. 2, 147. -- Cf. πάνθηρ. H's statement that πόρδαλις is the male, πάρδαλις the female, will be a sec. distinction.